20.8.16

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Οι σημαδούρες


πατρώνου καστοριά


Είναι δύο. Σε απόσταση περίπου δέκα μέτρων η μία από την άλλη και γύρω στα πέντε από την όχθη. Η μία άσπρη, που το πέρασμα του χρόνου της πέρασε ένα σκούρο πράσινο χρώμα από πάνω. Η άλλη, θα πρέπει να ήταν αρχικά γαλάζια, τώρα μετατράπηκε σε σκούρο μολυβί, σχεδόν μαύρη. Τις ξεχωρίζεις από μακρυά, όταν τα νερά είναι ακύμαντα. Χάνονται σχεδόν ολοκληρωτικά, με την πρώτη υδάτινη αναταραχή και αναδύονται κάθε φορά που το ένα κύμα διαδέχεται το άλλο. Κάποτε θα πρέπει να έδεναν σ’ αυτές καράβια. Τώρα στέκουν παντέρημες, αντικριστά η μία με την άλλη και λικνίζονται όλη την ώρα. Πάνω-κάτω, πάνω κάτω... Αν κάθεσαι στο παγκάκι στην αποβάθρα και τις παρατηρείς, το λίκνισμά τους αυτό σε παρασέρνει, νιώθεις μια ελαφριά ευχάριστη ζαλάδα, μεταφέρεσαι πίσω, στα βρεφικά σου χρόνια, τότε που χέρι μητρικό σε νανούριζε στη νάκα, πάνω κάτω, πέρα δώθε, πάνω κάτω...

Δεν είναι συνεχώς παντέρημες οι δύο σημαδούρες. Εκεί, κάπου στις ώρες τις απογευματινές τις χειμωνιάτικες, όταν ο ήλιος έχει πάρει τον κατήφορο και συλλογιέται, “μήπως να περιμένω λίγο ακόμη, μήπως να ρίξω κι άλλο φως;” βλέπεις δύο πουλιά να παίρνουν θέση επάνω τους. Στην άσπρη, πρασινισμένη πια, ένας γλάρος καμαρωτός, πανέμορφος, στητός, με τα γκρίζα του φτερά τακτικά διπλωμένα στο κορμί του, το βλέμμα ίσια μπροστά, στέκει ακίνητος και παρακολουθεί κάθε κίνηση στη στεριά. Στη μολυβένια σημαδούρα, ένας κακάσχημος, ολόμαυρος κορμοράνος, με ανοιγμένα τα φτερά, με την ουρά στα σκέλια, το μακρύ λαιμό με την κιτρινωπή κατάληξη στου ράμφους την άκρη, γυρίζει το κεφάλι αδιάκοπα, ίδιο μηχανικό εκκρεμές, τη λίμνη όλη εποπτεύει, καμία κίνηση δεν του ξεφεύγει, ούτε ο πιο ελαφρύς κυματισμός.

Ο γλάρος δεν καταδέχεται να στρέψει τη ματιά του προς το μέρος του, τον αγνοεί επιδεικτικά. Και πριν το όλο σκηνικό μετατραπεί σε βαρετή εικόνα, νάσου και εμφανίζεται σμήνος ολόκληρο από γλαροπούλια. Σαματατζίδικα, με τις λαρυγγικές τους τις κραυγές, πετούν και παίρνουν θέση γύρω από την άσπρη σημαδούρα. Χορό αρχίζουν ή παιδικό παιχνίδι• πότε υψώνονται για λίγο και σβούρες κάνουν στον αέρα, πότε βολεύονται στα ασημόχρωμα νερά και δεν λεν τη φλυαρία τους να σταματήσουν. Ο γλάρος ο ακατάδεχτος, πάνω στο βάθρο του, αφ’ υψηλού εποπτεύει, μα διόλου δεν περνά απ’ το νου του, στο πανηγύρι τους να συμμετέχει. Κι ο κορμοράνος τη δουλειά του: τις ερευνητικές ματιές, μα κόβει λίγο κι απ’ την κίνηση γύρω από τη διπλανή τη σημαδούρα. Κι ας έχουν μαζευτεί εκεί κοντά, σε απόσταση βολής θα λέγαμε, του κόσμου τα ψαρόνια, άλλη λαλιά αυτά από τους γλάρους. Νάτανε μόνο εκείνα; Τα σκουφοβουτηχτάρια λίγο πιο πέρα, μια θέση διεκδικούν στο πανηγύρι, σιμά-σιμά τα μαυροπούλια, διόλου δεν ησυχάζουν...

Ώσπου, να, εκείνος ο μακρύς λαιμός του χάνεται για μια στιγμή μες στο νερό• το σώμα όλο ακολουθεί. Και ξαφνικά, το βλέπεις να αναδύεται με ένα ψάρι χωμένο μέσα στο ανοιχτόχρωμο το ράμφος. Πετά γύρω από τη σημαδούρα και στήνεται πάλι στο παρατηρητήριο. Ούτε που προλαβαίνεις να θαυμάσεις τη μαεστρία του στα μακροβούτια.

 Πόθεν ξεπρόβαλε αυτός ο θηριώδης πελεκάνος; Κροτούν φτερά και ράμφος, τινάζονται και ισορροπούν οι ανοιχτές φτερούγες του και σαν πυραυλοκίνητη βολίδα σε πτήση κατακόρυφη, αρπάζει από του δύστυχου του κορμοράνου το ανοιγμένο ράμφος, το ψάρι. Αναταραχή στα γλαροπούλια. Με τις τσιρίδες τους να ηχούν παντού τριγύρω, τινάζονται απ’ τα νερά κι αναχωρούν για άλλη γη, άλλα μέρη. Μαζί τους κι ο καρεκλοκένταυρος ο γλάρος. Αδειάζει ο θρόνος του. Ο πελεκάνος κάνει επιτόπια στροφή. Κάτι κινείται σπασμωδικά στον σάκο του κάτω απ’ το ράμφος και ήδη κανένα ίχνος από το ψάρι. Πετάει ψηλά, πολύ ψηλά στον ουρανό, που άρχισε κιόλας να σκουραίνει και χάνεται μέσα στις καλαμιές, στο βάθος. Ψαρόνια, μαυροπούλια, σκουφοβουτηχτάρια, με μια ψιλοτρομάρα στις φωνές τους, απομακρύνονται σιγά-σιγά. Ο κορμοράνος, στο στέκι του ακόμη, ανοίγει τα φτερά, αρχίζει να κινείται το κεφάλι του μηχανικά και πάλι. Άλλη μία προσπάθεια, μήπως και καταφέρει άλλο ψάρι να τσακώσει. Ναι, αλλά τώρα ο ήλιος αποφάσισε να γείρει οριστικά γι απόψε. Βάφτηκε ήδη ο ουρανός, πορτοκαλί και μοβ και κίτρινος πέρα, επάνω στα βουνά,. Τέλειωσε αυτή η μέρα. Ο κακομοίρης ο κορμοράνος, το παίρνει απόφαση, ότι άλλο ψαρίσιο μεζέ γι απόψε δεν θ’  αποκτήσει. Τινάζεται με δύναμη, χτυπάει μια δυο φορές τα μαύρα του φτερά και παίρνει δρόμο για το σπίτι.

Οι σημαδούρες μένουν μόνες. Σε λίγο, ούτε που θα διακρίνονται στα σκούρα τα νερά. Μέχρι αύριο το απόγευμα λοιπόν. Άραγε, το ίδιο πάλι αταίριαστο ζευγάρι, ο γλάρος με τον κορμοράνο στις ίδιες σημαδούρες θα κουρνιάσουν;


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 25 Φεβρουαρίου 2016, αρ. φύλλου 824

Φωτογραφία: Κώστας Λάκης: «Οι σημαδούρες», πίνακας εμπνευσμένος από το διήγημα της κ. Χ. Πατρώνου-Παπατέρπου, που θα εκτεθεί στο αρχοντικό Βέργου στην έκθεση ζωγραφικής του καλλιτέχνη με τίτλο "Με το βλέμμα στην λίμνη", στις 4, 5 και 6 Μαρτίου 2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ