4.11.15

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΟΣΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ: Η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καστοριάς ως Κέντρο του Κόσμου





Το απόσπασμα που ακολουθεί, προέρχεται από το βιβλίο «Τα δύο φορέματα» του συγγραφέα-καθηγητή Αλέξανδρου Κοσματόπουλου, που εμπνεύστηκε και έγραψε κατά την παραμονή του στην Καστοριά στα τέλη της δεκαετίας του ’70 αρχές του ’80, κατά την πενταετή του θητεία στην Μέση Εκπαίδευση (δ/ντής του τεχνικού λυκείου Καστοριάς). 

Αποσπάσματα του βιβλίου περιλαμβάνονται και στο λεύκωμα ζωγραφικής (εκδ. Πατάκη) της συζύγου του Όλγας Σταυρίδου, που έχασε την περασμένη Δευτέρα, με εικαστικές δημιουργίες της που αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο την έμπνευση που άντλησε, την πνευματικότητα που άγγιξε και τα βιώματα που ένοιωσε κατά την παραμονή της στην πόλη της Καστοριάς (στα Πετσιά). 

Το λεύκωμα θα παρουσιαστεί το Σάββατο 13 Ιουνίου 2015 στις 19:30 στο ΚΠΕ. Οι δύο σύντροφοι, έζησαν και βίωσαν την πόλη ως συγκοινωνούντα δοχεία, ο ένας με τον χρωστήρα, κι ο άλλος με το μολύβι, κοντά στο νερό της λίμνης, «κλειστή σαν μήτρα», πηγή ζωής, έμπνευσης, ανάτασης και λύτρωσης.


* * *


ΑΝΑΣΗΚΩΝΟΝΤΑΣ τα μάτια από τις σελίδες της εφημερίδας η Δήμητρα στρέφει το βλέμμα στην άδεια βιβλιοθήκη. Παρότι ο άντρας της χάθηκε, αισθάνεται δεσμευμένη, σαν να βιώνει μια προέκταση πέρα από τον εαυτό της, προς έναν κόσμο απροσδιόριστο αλλά υπαρκτό. Για χρόνια δεν γνώριζε το νόημα της μετάνοιας, αλλά τώρα έμενε άλαλη μπροστά στην ασημαντότητα της ύπαρξής της. Η ψυχή της που περιπλανιόταν σε κρυμμένες και σκοτεινές αλέες, ήθελε έναν δρόμο αυθεντικό και εξαγνισμένο, όχι από πίστη στη ζωή, αλλά γιατί έπρεπε να καταλάβει, να δικαιολογήσει, και να δεχτεί το θάνατο. Ποια σκέψη θα μπορούσε να φτάσει στην διατύπωση «αγαπάτε αλλήλους», αν η αγάπη δεν παραμείνει αγάπη ως το τέλος, χωρίς εξαιρέσεις; Κι έτσι ολόκληρη η ζωή, που δεν είναι παρά φρίκη και άχθος, φωτίζεται. Δεν ήταν ένα αυθεντικό μέλλον που επεδίωκε, όσο ένα αυθεντικό παρόν. Δεν επιθυμούσε το δέος που προέρχεται από την ιερότητα, από τον φόβο, από την τρομερή παρουσία, αλλά το δέος μπροστά στην άφατη αγάπη.

Μερικές φορές την επισκεπτόταν ο Θεόδωρος Ταμπάκης. Έχουν κουβεντιάσει για την βιβλιοθήκη και την ησυχία της, ότι μπορούσε να μένει εκεί για ώρες, χωρίς να την ενοχλεί η παρουσία κανενός. Τούτο όμως δεν σήμαινε πως ένιωθε μόνη. Δεν ήταν μόνο η υποβολή από την παρουσία των βιβλίων στα ράφια˙ ανοίγοντάς τα ο χώρος γέμιζε από μύριες ανάσες, καθώς μέσα από τις γραμμές των βιβλίων ξεπηδούσαν οι αναπνοές εκείνων που τα έγραψαν και την έπαιρναν μαζί τους διασχίζοντας τους ωκεανούς της γραφής, για να επιστρέψει πάλι εκεί απ’ όπου ξεκίνησε με κατάγραφα τα δώματα της ψυχής της. Σε κάθε βιβλίο συμποσούνταν η πνοή του ανθρώπου, κάθε βιβλίο ήταν και ένας άνθρωπος ξεχωριστός, διατηρώντας μια σωματικότητα που υπερέβαινε το συγκεκριμένο σχήμα του. Παράξενες συγκινήσεις την κατέκλυζαν τότε, καθώς οι υποτυπώδεις κατάλογοι των βιβλίων που υπήρχαν την ανάγκαζαν να ψάχνει στα ράφια, ανακαλύπτοντας βιβλία που ούτε υποψιαζόταν την ύπαρξή τους, και η ανακάλυψη αυτή πολλές φορές λάβαινε τον χαρακτήρα αποκάλυψης.

Μήπως η φτωχική και απόμερη Δημοτική βιβλιοθήκη της Καστοριάς, στο ισόγειο του παλιού διώροφου κτιρίου του Δημαρχείου*, συνδεόταν με αόρατες ανεμόσκαλες και κλίμακες στριφογυριστές, σαν μια τετράπλευρη απόφυση που παραστράτησε, με τα κανονικά εξάγωνα της ατελεύτητης Βιβλιοθήκης που είναι το σύμπαν**, όπως οι σκοτεινές γαλαρίες της σπηλιάς του Δράκου, πριν την Μαυριώτισσα, συνδέονταν με τον κάτω κόσμο; ΄Η μήπως ήταν το ίδιο το κέντρο του σύμπαντος, που για να το γνωρίσεις πρέπει να καταδυθείς στα έγκατα της υπάρξεως, με τρόπο ανάλογο της περιγραφής του Ιουλίου Βερν στο «Ταξίδι στο κέντρο της γης»;

Στη Θεσσαλονίκη συχνά την έπαιρνε η μητέρα της να επισκεφτούν μια θεία στο συνοικισμό Ευαγγελιστρίας, πίσω απ’ το νεκροταφείο. Η διαδρομή με το λεωφορείο της φαινόταν ταξίδι. Δεν είχε γεμίσει ο τόπος σπίτια που φέρανε τον συνοικισμό κοντά στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Θεωρούσε το νεκροταφείο Ευαγγελιστρίας, με το γκρίζο χώμα, τη μεγάλη καγκελωτή πόρτα, τους κτιστούς τάφους με τα λουλούδια και τα κεριά, αναπόσπαστο τμήμα του τοπίου, που μετά το Προσφυγικό Νοσοκομείο, νυν Γεννηματά, αναδυόταν τα μάτια της. Τώρα το νεκροταφείο είχε κλείσει, δεν έθαβαν άλλους νεκρούς. Έλεγαν πως το χώμα είχε κορεσθεί και δεν σήκωνε άλλο. Ωστόσο, στο νεκροταφείο Ευαγγελιστρίας οι νεκροί έλιωναν, ενώ στο νέο νεκροταφείο η «Ανάστασις του Κυρίου» στη Θέρμη, το κόκκινο χώμα είχε αποδειχτεί ακατάλληλο και πολλοί έβγαιναν άλιωτοι. Απορούσε όταν κάποιοι επέμεναν να φύγουν τα μνήματα απ’ την Ευαγγελίστρια, και στη θέση τους να γίνει πάρκο. Θεωρούσε το πάρκο πολύ φτωχό αντιστάθμισμα του παρελθόντος χρόνου που ήταν θαμμένος εκεί. Άλλοι υποστήριζαν αναχρονιστική την παραμονή του νεκροταφείου μέσα στην πόλη, εστία μολύνσεως, ενάντια στην πρόοδο και την αξιοποίηση της περιοχής….


* Το δημαρχείο συστεγαζόταν τότε στο νεοκλασσικό κτήριο της καστοριανής εβραϊκής οικογένειας Κονφίνο επί της Μητροπόλεως.
** Βλ. Jorge Luis Borges, Η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ, («Περί Βιβλιοθηκών», εκδ. Άγρα1993)



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 4 Ιουνίου 2015, αρ. φύλλου 791
Φωτογραφία: "Καστοριά", της Όλγας Σταυρίδου.


Επιλογή σχετικών αναρτήσεων:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ