16.11.15

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Τα σχολεία εγκαταλείφθηκαν, δε μας έχουν εγκαταλείψει…*




-Να, αυτό είναι το σχολειό, του είπε ο «πρόεδρος» και του έδειξε ένα πανάθλιο κτίσμα, με χορτάρια στη στέγη του και κάτι μισοερειπωμένα υπόστεγα κολλητά στο πίσω μέρος του, χωρίς καν αυλόγυρο, σαν πεταμένο ανάμεσα στους θάμνους και τα αριά δέντρα.
Έμεινε να το κοιτάει αποσβολωμένος κι άφωνος. Δεν έμοιαζε με κανένα από τα σχολειά που είχε υπόψη του. Ούτε καν στο χειρότερο. Και δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό του ότι μπορεί να υπάρχει, κάπου στη γη, ένα τόσο άθλιο σχολικό κτήριο.

Αγαπητοί μας καλεσμένοι,

Πριν ξεκινήσω, νιώθω τη μεγάλη ανάγκη να συγχαρώ θερμότατα τους διοργανωτές της Έκθεσης (τον Σύνδεσμο Φιλολόγων, τον Σύλλογο δασκάλων και την ΕΛΜΕ Καστοριάς) για την έξοχη και τρυφερή τους πρωτοβουλία και να τους μεταφέρω τα ενθουσιώδη σχόλια συγγραφέων από Αθήνα για την πολύ σημαντική Έκθεση που γίνεται σήμερα εδώ. Στη συνέχεια θέλω να ευχαριστήσω για την τιμητική πρόταση να μιλήσω στη σημερινή εκδήλωση. Θέλω ακόμη να συγχαρώ κι εγώ όλους αυτούς που διέθεσαν χρόνο κι έκαναν κόπο να φωτογραφίσουν όλα τα σχολεία που οι φωτογραφίες τους βρέθηκαν στην Έκθεση-η τεράστια συμμετοχή δείχνει και την τεράστια αγάπη για το θέμα της, για το σχολείο. Και πρέπει ακόμα να ξεκαθαρίσω πως, κάθε φορά που αναφέρω τη λέξη «δάσκαλος», εννοώ και τους νηπιαγωγούς και τους συναδέλφους της Μέσης Εκπαίδευσης, γιατί η λέξη «δάσκαλος» είναι ο τιμητικότερος απ’ όλους τους τίτλους κι όλες τις προσφωνήσεις.

Προσπάθησα, λοιπόν, με την εισαγωγή μου να σας μπερδέψω-δεν ξέρω αν τα κατάφερα∙ ήθελα να πιστέψετε πως για κάποιο από τα σχολεία που φωτογραφήθηκαν από ευαίσθητα χέρια και παίρνουν μέρος σε τούτη την Έκθεση μιλούσα, πως σ’ ένα από τα εγκαταλειμμένα σχολεία του νομού μας αναφερόμουν. Στην πραγματικότητα όμως ξεκίνησα μ’ ένα μικρό απόσπασμα από το πρόσφατο βιβλίο του συναδέλφου μας Χαράλαμπου Σαχτούρη «Φάε, δάσκαλε…», ο οποίος εδώ περιγράφει το σχολείο όπου πρωτοδούλεψε, μέσα στη δεκαετία του ’70, ένα σχολείο σε ιδιαιτέρως δύσκολη περιοχή στην Εύβοια.

Κάπως έτσι βρίσκαν κάποιοι δάσκαλοι ακόμα και τότε τα σχολεία όπου καλούνταν να υπηρετήσουν. Κι όσο κι αν ανασκουμπώθηκαν να τα μετατρέψουν σε βιώσιμα, με τίποτα δε θα τα κατάφερναν, αν δεν είχαν τη βοήθεια των χωριανών, που με προσωπική εργασία και μόχθο, όλοι μαζί, πετύχαιναν να εξασφαλίσουν μια στέγη, κάτω από την οποία να μαθαίνουν τα παιδιά τους γράμματα δίχως να βρέχονται, όταν έβρεχε ή χιόνιζε: «η αλληλοβοήθεια ήταν το Α και το Ω τότε, για να μπορέσει να λειτουργήσει ένα σχολείο», λέει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας κι εμείς οι δάσκαλοι του σήμερα δεν μπορούμε ούτε να τις διανοηθούμε ούτε να τις πιστέψουμε αυτές τις συνθήκες, καθώς έχουμε την τύχη να βρίσκουμε οργανωμένα τα σχολεία όπου τοποθετούμαστε για να υπηρετήσουμε.

Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως δεν έχουμε άδικο να μην το πιστεύουμε, αφού η δεκαετία του ’70 δεν είναι δα και τόσο μακρινή. Φανταστείτε πως ακόμη κι εγώ, που κοντεύω να βγω στη σύνταξη, διαβάζοντας την περιγραφή του στησίματος αυτού του σχολείου, μπερδευόμουν και νόμιζα πως σε παλιότερες εποχές αναφέρεται ο συγγραφέας. Σ’ αυτό φταίει και το αγαπημένο μας βιβλίο «Όταν τα νιάτα θέλουν» της Ν. Τζώρτζογλου, όπου η Ζωή, η δασκάλα που έρχεται να διδάξει στα παιδιά του Μαυρόβου που στον καιρό του Μακ. Αγώνα δεν διαθέτουν σχολείο, ενώ τα Τουρκάκια έχουν, σε τέτοιες εργασίες επιδίδεται μόλις φτάνει στο χωριό, αφού οι συνθήκες που βρίσκει για να δουλέψει είναι πραγματικά πολύ δύσκολες-άλλωστε η Μακεδονία μας είναι ακόμα σκλαβωμένη, άρα πώς θα μπορούσαν να έχουν τα Ελληνάκια καλά σχολεία;

Μα, όταν η φίλη της Ζωής, η οποία (Ζωή) ζει με την οικογένειά της στη Θεσ/νίκη, μαθαίνοντας για τον διορισμό της φίλης της αντιδρά, λέγοντάς της: «Είσαι με τα καλά σου τώρα; Και γιατί δέχτηκες τέτοια θέση; Ο τόπος αναβράζει κει-πάνω. Ξέρεις τον κίνδυνο;»,
παίρνει την εξής απάντηση από τη γελαστή Ζωή:
-Μα γι’ αυτό ίσα-ίσα πηγαίνω. Μόνη μου το ζήτησα. Αν όλες φοβηθούν, τότε ποιος θα μάθει στα παιδιά γράμματα, ποιος θα τα μορφώσει, ποιος θα τους πει ότι είναι Ελληνόπουλα;
Κι έρχεται και μεγαλουργεί και αγαπιέται κι από τα σημερινά παιδιά του χωριού, γιατί, εκτός από δασκάλα, είναι και ηρωίδα του Μακ. Αγώνα και της λευτεριάς.

Αγαπητοί μας καλεσμένοι,

Μην διαμαρτύρεστε σιωπηρά πως σας πήγα πολύ πίσω στον χρόνο. Το δικό μας σχολείο στο Μαυροχώρι το 1922, 10 χρόνια μετά την Απελευθέρωση της Μακεδονίας, άρχισε να χτίζεται με την οικονομική συμβολή ευεργετών από το χωριό, πράγμα συνηθισμένο τότε, μα και πολύ σημαντικό, κοντεύει δηλαδή να τα εκατοστίσει, αλλά είχε την τύχη να εξακολουθεί να έχει πολλούς μαθητές, οπότε ανακαινίστηκε πριν από μία εικοσαετία κι έτσι λογαριάζεται ως ένα από τα ομορφότερα σχολεία της Ελλάδας ακόμη και σήμερα που υπάρχουν και άλλα ωραία σχολεία σε άλλα μέρη της όμορφης Πατρίδας μας.

Δε σας πήγα, λοιπόν, πίσω για άλλον λόγο παρά για να σας βεβαιώσω ότι αυτή ήταν η μοίρα των Ελλήνων δασκάλων, πάντοτε δύσκολη. Ο πρώτος μου διευθυντής, κ. Χρ. Παπασταύρος, συνηθίζει πάντοτε να λέει πως η δική του μοίρα ήταν, σε όποιο σχολείο τοποθετούνταν, να χτίζει αποχωρητήρια, μια και πουθενά δεν υπήρχαν ως τότε, καθώς όλοι, δάσκαλοι και μαθητές εξυπηρετούνταν στα ρυάκια ή στα κοντινότερα στο σχολείο λιβάδια. Οπότε, συμπεραίνει κανείς εύκολα πως στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 οι δάσκαλοι κι οι χωριανοί, γεμάτοι όνειρα, μαστορεύουν και χτίζουν, στη συνέχεια και για κάποιες δεκαετίες πιστεύουν πως τα σχολειά μας είναι τακτοποιημένα κτιριακώς, για να ξημερώσουν άλλα χρόνια, όπου, από τη μια τα χωριά μας ερημώνονται και τα παιδιά των σχολείων λιγοστεύουν δραματικά κι από την άλλη ξεσπά η κρίση, που κλείνει οριστικά (;) τα σχολεία που με τόσο κόπο έφτιαξαν όλοι μαζί-«ακόμα και τα παιδιά κουβαλούσαν νερό στους μαστόρους» έλεγε ο κάτοικος της Ίμβρου, που και το δικό τους πολύπαθο σχολείο έτσι χτίστηκε, όπως και τα άλλα ελληνικά σχολεία. Με τόσο κόπο και τόση αγάπη συνάμα…

Μα το κλείσιμο αυτό δεν έγινε στιγμιαία κι ανώδυνα. Κάθε άλλο μάλιστα, καθώς οι χωριανοί, ξέροντας πως το σχολείο με τους μαθητές και τον δάσκαλό του δίνει ζωή στο χωριό, στις περισσότερες περιπτώσεις θέλαν να παραμείνει ανοιχτό, έστω και ως μονοθέσιο. Βλέπετε, η ανάγκη του χωριού να ‘χει το σχολείο του ανοιχτό νικούσε ακόμη και το επιχείρημα πως η φοίτηση των παιδιών στα πολυθέσια σχολεία τούς δίνει την ευκαιρία να μορφωθούν καλύτερα…
Και τότε ήταν ο μεγάλος πόνος, όταν έβλεπε κανείς στη θέση του άλλοτε ζωντανού και, κατά κανόνα, πολυπληθούς σχολείου ένα κουφάρι με κάποια σχολικά αντικείμενα πεταμένα κάτω στα πατώματα, ένα κουφάρι βρόμικο με τα τζάμια του όλα σπασμένα κι ενοίκους που Κύριος οίδε σε τι είδους στέκι το είχαν μετατρέψει. Σήμερα, δόξα τω Θεώ, οι φωτογραφίες της Έκθεσης δε δείχνουν μια τέτοια εικόνα: τα περισσότερα από τα εγκαταλειμμένα σχολεία δείχνουν τουλάχιστον προστατευμένα από κάθε επίβουλο, μοιάζουν νοικοκυρεμένα μες στην αρχοντική ερημιά και τη σιωπή τους…

Όμως, στα χρόνια που μεσολάβησαν, στα χρόνια των ανοιχτών σχολείων, γίναν πολλά. Δεν πρόκειται για φετούλες ζωής, αλλά για πολλές ζωές πολλών παιδιών, που σημαδεύτηκαν περνώντας χρόνια ολόκληρα και μάλιστα τα πιο τρυφερά τους χρόνια μέσα στους τοίχους αυτών των σχολείων. Και δεν είναι καθόλου υπερβολικό να πούμε σήμερα εδώ πως αυτά τα σχολεία που μ’ ένα κλικ αποτυπώθηκαν στις εξαιρετικές φωτογραφίες της Έκθεσης- μην διανοηθείτε ποτέ- πως είναι άψυχα κτίσματα, αλλά έχουν ψυχή! Πήραν ψυχή από τα γεμάτα ψυχή πλάσματα που τα ζωντάνευαν επί πολλά χρόνια, έκλαψαν μαζί τους, γέλασαν μαζί τους, ερωτεύτηκαν μαζί τους, πόνεσαν μαζί τους, αδικήθηκαν, δικαιώθηκαν…

Τα σχολεία, και αυτά που έχουν εγκαταλειφθεί, είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες όσων έχουν διαδραματιστεί στις αίθουσες, στους διαδρόμους και στις αυλές τους. Σιωπούν, αλλά γνωρίζουν: τα περιστατικά, τα καλά και τ’ άσχημα, τις φιλίες, τις συντροφιές, τα παιχνίδια, τις χαρούμενες στιγμές, τις μεγάλες και τις μικρές στιγμές. Τα γνωρίζουν, μα δε μιλούν. Γι’ αυτό και θα άξιζε, πέρα από το πρώτο πετυχημένο βήμα, της Έκθεσης Φωτογραφίας αυτών των εμβληματικών κτιρίων –κάθε τέτοιο σχολείο είναι σαν την ακρόπολη του χωριού, ακόμα και κλειστό είναι το κέντρο κι η καρδιά του, αυτό κι η εκκλησία του χωριού-, να μαζέψει κάποιος και τις ιστορίες τους.

Κάθε σχολείο έχει αμέτρητες ιστορίες να διηγηθεί, μέσ’ από τα χείλη των ανθρώπων που φοίτησαν σ’ αυτό, και να γίνει έτσι και μια καταγραφή των χρόνων της ζωής του. Να μιλήσουν οι πρώην -και παντοτινοί- μαθητές του για τότε που τους στέγαζε, μαθαίνοντάς τους γράμματα κι ακούγοντάς τους να μοιράζονται με τεράστια εμπιστοσύνη τα όνειρά τους -ό,τι πιο ακριβό διαθέτουν- στον δάσκαλο και στους συμμαθητές τους. Να μιλήσουν και να καταγραφούν οι ατέλειωτες ιστορίες των παιδιών που κάθε πρωί κουβαλούσαν μαζί με τη σάκα τους κι ένα ξύλο για τη σόμπα που κάθε μέρα άλλος είχε τη φροντίδα της∙ να πουν για τη βέργα που πάλι οι ίδιοι φέρναν στο σχολειό και στα ίδια τα χέρια τα δικά τους δοκιμαζόταν για πρώτη φορά η δύναμη κι η αποτελεσματικότητά της, όσο κι αν αυτό το ευλογημένο το πόδι, εντελώς άθελά του, έφευγε προς τα πίσω ακριβώς την ώρα που η βέργα πλησίαζε να προσγειωθεί στην ανοιχτή παλάμη του φταίχτη ή του μη φταίχτη… Θα ‘χουν οι τότε μαθητές πολλές ιστορίες να πουν για το χώρισμα του σχολικού κήπου σε παρτέρια και τον συναγωνισμό μεταξύ των μικρών κηπουρών για το ποιας ομάδας το παρτέρι θα ‘ναι το καλύτερο τη χρονιά εκείνη… Θα ‘χουν να πουν πολλά και για τα θρανία που κούμπωναν το ένα με το άλλο και το μπροστινό μέρος του ενός γινόταν πλάτη για τα παιδιά του προηγούμενου… Θα ‘χουν ίσως να μιλήσουν και για την έδρα, που ήταν κάποτε ανεβασμένη σε βάθρο κι ύστερα κατέβηκε, γιατί δεν έπρεπε ο δάσκαλος να βλέπει αφ’ υψηλού τους μαθητές του («ο δάσκαλος που διδάσκει καθισμένος στην έδρα μειώνει στο μισό τη διδακτική του ζωτικότητα»-κι αυτό είναι πολύ σημαντικό επίσης και πρέπει να προσεχθεί απ’ όλους)…

Και θα ‘ναι επίσης πολλές οι ιστορίες για τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό των μαθητών τότε που το σχολείο λειτουργούσε πρωί κι απόγευμα και Σάββατα και Κυριακές, για τις μαθητικές ποδιές και για τις σάκες που οι μανούλες έραβαν με ό,τι υλικό διέθεταν κι εμψύχωναν τα παιδιά τους ώστε να μην ντρέπονται γι’ αυτές, όταν οι άλλοι τις κορόιδευαν (εξαιρετικό «το παλιό σχολειό», Γ. Τσορώνη-Ά. Ευαγγέλου, εκδ. Σαββάλας, γεμάτο νοσταλγία για τα χρόνια εκείνα-αξίζει να το διαβάσουμε όλοι μας)… Και θα ‘χουν οι μαθήτριες του τότε να πουν ακόμη και για τους διαγωνισμούς κεντήματος με τις περίφημες κλωστές D.M.C., όπως πολύ τρυφερά μνημονεύει η αξιόλογη και πολύ πρόσφατη έκδοση του Δημ. Σχ. Κορησού με τον τίτλο «Σχολικές αναθυμιές», που έγινε με τη φροντίδα του άξιου συναδέλφου μας κ. Αντώνη Παπαδόπουλου. Και θα ‘χουν κι οι δάσκαλοι του τότε να πουν πολλά για τα πενιχρά μέσα διδασκαλίας που είχαν στη διάθεσή τους, μα και για το πού έμεναν και το τι έτρωγαν, τότε που για το φαγητό τους φρόντιζαν με αγάπη οι ίδιοι οι γονείς των μαθητών τους, που φίλευαν τους δασκάλους των παιδιών τους με πολύ σεβασμό κι άλλη τόση εκτίμηση για το έργο το οποίο αυτοί πρόσφεραν, το ανεκτίμητο…

Κι ίσως εμείς οι σημερινοί δάσκαλοι που τ’ ακούμε αυτά και ανατριχιάζουμε στο ενδεχόμενο να ζούσαμε κι εμείς κάπως έτσι, ίσως και να τους ζηλεύαμε εκείνους τους παλιούς δασκάλους, γιατί δεν ξέρω αν είχαμε όλοι την τύχη να ζήσουμε πολλές τέτοιες στιγμές:

«Ο δάσκαλος ένιωθε να μην πατάει πάνω στη γη, από τη χαρά και την ικανοποίηση, καθώς έντεκα ζευγάρια παιδικά μάτια ήταν καρφωμένα πάνω του κι ένας λαμπερός ήλιος τρύπωνε από πόρτα και παράθυρα, για να ζεστάνει την ατμόσφαιρα και να στεφανώσει την απερίγραπτη μαγική εικόνα του δασκάλου με τους μαθητές του. Τα παιδιά καθισμένα στα θρανία, σύμφωνα με την τάξη τους, κρεμάστηκαν από τα χείλη του και ρουφούσαν σαν σφουγγάρια την κάθε λέξη του. Μοιράστηκαν τα νοτισμένα (από την πολύμηνη υγρασία) διδακτικά βιβλία, έγιναν οι αναγνωριστικές συστάσεις, δόθηκαν οι απαραίτητες οδηγίες, επιλύθηκαν οι–ένθεν κι ένθεν- απορίες και ξεκίνησε το μάθημα. Μια αίσθηση χαράς και ευτυχίας ξεχείλιζε τον χώρο και μια λάμψη πλημμύριζε τα δώδεκα χαρούμενα πρόσωπα, έδινε ξεκάθαρα το στίγμα της ημέρας κι αποτελούσε σημάδι αλλαγής στη ζωή όλων» («Φάε, δάσκαλε…», Χ. Σαχτούρη, άλφα πι, 2013).

Μια τέτοια στιγμή ποιος δάσκαλος δεν τη ζηλεύει και ποιος δε θα ‘θελε να τη ζει όσο πιο συχνά γίνεται στη σημερινή δύσκολη και για το σχολείο εποχή, σε μιαν εποχή όπου το σχολείο, (με κυρίαρχη την ευθύνη της εκάστοτε ελληνικής Πολιτείας, που, μεταρρυθμίσεις ονειρεύεται κι επαγγέλλεται, μεταρρυθμίσεις που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτ’ άλλο από δραματικά πισωγυρίσματα, με την ευθύνη της Πολιτείας, λοιπόν, αλλά και όλων μας, σε μικρότερο βαθμό) όλα αυτά τα 40 χρόνια της ψεύτικης ευμάρειας και της αληθινής κρίσης, έχει χάσει και αυτό τον προσανατολισμό του και αντί για αληθινή παιδεία, παρασυρμένο από το ρεύμα της εποχής, απλή εκπαίδευση παρέχει στους μαθητές του, μολονότι η Πατρίδα μας καίγεται για υπεύθυνους και ποιοτικούς και δημιουργικούς πολίτες, όχι απλώς εγγράμματους, αλλά βαθιά μορφωμένους, που να μπορούν να ξεχωρίζουν το στραβό από το ίσιο, το ψεύτικο από το αληθινό, το επιφανειακό από το ουσιαστικό, το πραγματικά ωφέλιμο από αυτό που φαίνεται ωφέλιμο, ενώ καθόλου δεν είναι…

Γιατί, όσο κι αν περνούν τα χρόνια κι αν τα πράγματα αλλάζουν, ο καλός δάσκαλος θα παραμένει «το φως του κόσμου και το άλας της γης» (Κ. Καλαπανίδας) και τα σχολειά μας, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, από τα νηπιαγωγεία μέχρι και τα λύκεια, αυτό πρέπει να παραμένουν πάντα: οι φάροι, που με το φως τους διαλύουν τα σκοτάδια που παλεύουν γύρω μας να μας καταπιούν όλους και ολόκληρους…


*Πρόκειται για την ομιλία της κ. Σ. Ευθυμιάδου-Παπασταύρου που ακούστηκε την π. Κυριακή στα εγκαίνια της Έκθεσης Φωτογραφίας «Εγκαταλελειμμένα σχολεία στην Καστοριά και την περιοχή της». 


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 18 Ιουνίου 2015, αρ. φύλλου 793


1 σχόλιο:

  1. Αναγνώστης16/11/15

    Εκπληκτική σύμπτωση: Μόλις κυκλοφόρησε το επιτραπέζιο ημερολόγιο των διοργανωτών της σπουδαίας αυτής δράσης, ένα καλαίσθητο και πανέμορφο ημερολόγιο με φωτογραφίες εγκαταλελειμμένων σχολείων του νομού μας. Πρόκειται για πραγματικό στολίδι κάθε γραφείου, που ταυτόχρονα προσφέρει και το σπουδαίο υλικό του. Αξίζει να το 'χουμε όλοι μας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ