5.5.15

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Η περιπέτεια των καλάντων μες στους αιώνες


ΟΔΟΣ 18.12.2014 | 769

Είκοσι χρόνια έχουν περάσει από τότε που το Σχολείο μας καθιέρωσε τα «αξημέρωτα» χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Αλλά είναι περισσότερα τα χρόνια από τότε που ανακαλύψαμε τη χαρά και την υπεροχή των αληθινών καλάντων έναντι των άλλων χριστουγεννιάτικων τραγουδιών που σχεδόν όλοι περνούσαν κι εξακολουθούν ακόμη να περνάνε για κάλαντα.
«Τα κάλαντα είναι το πιο ανθεκτικό έθιμο των Ελλήνων. Το μοναδικό που διατηρείται ζωντανό σ’ όλη τη χώρα, αφού ακόμη και σήμερα ακούγονται αμέτρητες παραλλαγές τους, που αντιστοιχούν στον τοπικό χαρακτήρα κάθε περιοχής. Ένα έθιμο με βαθιές ρίζες που χάνονται στο πέρασμα των αιώνων μιας και φτάνουν σε έθιμα των αρχαίων Ελλήνων, αφού πρώτα διαβούν από τις εορτές των ρωμαϊκών Καλένδων [....] Τα κάλαντα, που ήταν και είναι υπόθεση κυρίως των παιδιών, ξεκινούν συνήθως με χαιρετισμό, στη συνέχεια καταπιάνονται με τη γιορτή για να τελειώσουν με ευχές. Τα κάλαντα όμως ήταν και υπόθεση των μουσικών και των τραγουδιστών[....]».

Έτσι όμορφα και περιεκτικά συνοψίζει ο Μιχάλης Κουμπιός τη μακραίωνη ιστορία των καλάντων και μας δίνει τη σκυτάλη για να καταθέσουμε κι εμείς με τη σειρά μας τη σχέση μας με την όμορφη αυτή υπόθεση που υπηρετούμε εδώ και δύο δεκαετίες τουλάχιστον με την επιμονή, την αφοσίωση, το σεβασμό και το πάθος που τους αξίζει και τους πρέπει.  Και, για να μη θεωρηθώ υπερβολική, ας ξεκινήσουμε με μιαν απόδειξη των όσων λέω, μιαν απόδειξη που τη γνωρίζετε όλοι σας: είναι τα καστοριανά κάλαντα με τον πλούτο των εικόνων που τα χαρακτηρίζουν, με τους πολλούς στίχους, που διαφέρουν μεταξύ τους ανάλογα με τον αποδέκτη τους: άλλα για τα σπίτια που έχουν μικρό παιδί, άλλα για τα σπίτια που έχουν κορίτσι για παντρειά, άλλα για τους ιερείς, άλλα για τους γραμματισμένους, άλλα γι’ αυτούς που έχουν ξενιτεμένους, λόγια υπέροχα επαινετικά για τον κύρη του σπιτιού, άλλα για την κυρά του…

Τα κάλαντα της Καστοριάς είναι στ’ αλήθεια μοναδικά. Σε καμία άλλη περιοχή της πατρίδας μας δεν έχω συναντήσει τέτοια κάλαντα. Πουθενά αλλού. Γι’ αυτό και πιστεύω πως είναι τελείως άδικο που δεν έχουν γίνει γνωστά στο πανελλήνιο ακόμα. Και νομίζω πως ξέρω το λόγο: δε διέθετε η Καστοριά μια διάσημη φωνή όπως της Ελευθερίας Αρβανιτάκη που ανέδειξε τα κάλαντα της Ικαρίας, όπως του Δημήτρη Υφαντή που πρόβαλε τα κάλαντα της Ηπείρου, μια φωνή σαν του Παντελή Θαλασσινού που μας χάρισε τα κάλαντα της Χίου,… Γιατί, αν διέθετε μια τέτοιας εμβέλειας φωνή, είμαι σίγουρη πως θα τα ήξεραν όλοι οι Έλληνες και θα τα ξεχώριζαν απ’ όλα τα άλλα κάλαντα της Πατρίδας μας…

Όμως, δε θα ήμασταν σε θέση να τραγουδάμε σήμερα κάλαντα, αν είχαν λείψει άνθρωποι σαν τη Δόμνα Σαμίου, που όργωσε την Ελλάδα, συνάντησε εκείνους που τα θυμόντουσαν ή που τα τραγουδούσαν ακόμα και συνέλεξε έναν πολύτιμο θησαυρό. Γιατί όσο τα αστικά κέντρα ξεχνούσαν και ασπάζονταν ξενόφερτα τραγούδια, η πιο γερά συνδεδεμένη με την Παράδοση περιφέρεια αντιστεκόταν κι επέμενε να τραγουδάει τα δικά μας. Κι αν δεν υπήρχαν οι ερευνητές και λαογράφοι μας να μελετούν και να εξηγούν, δε θα ξέραμε πως οι Έλληνες που από την επαρχία κατέβηκαν κι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, από μειονεξία και για να μη φανεί η «χωριάτικη» προέλευσή τους, εγκατέλειψαν τα κάλαντα της ιδιαίτερης πατρίδας τους χάριν της ομοιομορφίας που τους έκανε να φαίνονται όλοι όχι ίσοι, αλλά ίδιοι, χωρίς φυσικά να είναι…

Έτσι καθιερώθηκαν τα πανελλήνια κάλαντα –το «Καλήν ημέραν, άρχοντες» για τα Χριστούγεννα και το «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά» για την Πρωτοχρονιά, που οι μελετητές μάς λένε πως δεν είναι λαϊκά, αλλά λόγια κάλαντα- και χάθηκε η πανέμορφη ποικιλία των ελληνικών καλάντων, που αποτελούν μια υπέροχη μουσική πανδαισία, που ευφραίνει την ακοή και την καρδιά όσων έχουν την ευλογία να τα ακούν και να τα γνωρίζουν. Όσο για το γιατί εγκαταλείφθηκαν τα παραδοσιακά κάλαντα και στην επαρχία –κι όχι μόνο στην πρωτεύουσα-, μας εξηγεί ο Καστοριανός δάσκαλος και συγγραφέας Λουκάς Σιάνος: όταν άρχισαν οι δάσκαλοι στα σχολεία για τις ανάγκες των σχολικών γιορτών να μαθαίνουν στους μαθητές τους τα ξενόφερτα, που ακούγονται ωραία στους κλειστούς χώρους των σχολικών αιθουσών, άρχισαν τα τραγούδια αυτά -ιδίως το «Τρίγωνα κάλαντα», που περιέχει τη λέξη «κάλαντα»- να θεωρούνται κάλαντα. Τότε ήταν που η οικογένεια, που παραδοσιακά δικό της έργο ήταν η προετοιμασία των παιδιών της για να πουν τα κάλαντα στο χωριό, αποσύρθηκε από την υπόθεση αυτή και τα παιδιά, που πιστευόταν πως είχαν ετοιμαστεί από το σχολείο τους, έβγαιναν κι έλεγαν τα σχολικά τραγούδια στις πόρτες.

Κι εδώ προλαβαίνω όποιον ετοιμάζεται να πει «Και τι μ’ αυτό; Τι πειράζει;» έχω ν’ απαντήσω ότι τα τραγούδια αυτά που ακούγονται όμορφα μες στις σχολικές αίθουσες χάνονται έξω στο δρόμο, γιατί δεν είναι τόσο δυνατά όσο τα αληθινά κάλαντα. Επίσης, τα κάλαντα έχουν συγκεκριμένη δομή: περιέχουν συνοπτικά το ιστορικό της γιορτής που ξημερώνει, περιέχουν παινέματα κι ευχές. Άρα δεν είναι όλα τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια κάλαντα. Και, τρίτον, τα κάλαντα έχουν βγει μέσ’ από τα σπλάχνα του λαού μας, είναι βγαλμένα μέσ’ από τη ψυχή του, γι’ αυτό και κουβαλάνε κάτι από την ψυχή του λαού μας τα λόγια κι οι μελωδίες τους. Αυτό δεν ισχύει φυσικά για τ’ άλλα τραγούδια που άλλοι τα δημιούργησαν.

Εδώ, λοιπόν, και είκοσι χρόνια το Σχολείο μας βγαίνει αξημέρωτα την παραμονή των Χριστουγέννων και λέει παραδοσιακά κάλαντα από διάφορες περιοχές της Πατρίδας μας, το καθένα με την ιδιαίτερή του χάρη, στους συγχωριανούς μας, που μας περιμένουν και μας χαίρονται. Και μετά που αρχίσαμε να μαθαίνουμε και τα κάλαντα του χωριού μας και τα εντάξαμε στο ρεπερτόριό μας, ανακαλύψαμε πως το συγκεκριμένο κάλαντο –το «Κόλεντα κοντύλαινα»- τραγουδιόταν στη ευρύτερη περιοχή, αφού σύμφωνα με την Ιφιγένεια Διδασκάλου το τραγουδούσαν στο Άργος Ορεστικό, ενώ σύμφωνα με την εξαιρετική εφημερίδα του Πεντάλοφου αυτά ήταν και τα δικά τους κάλαντα. Μάλιστα, σχετικά με το μέχρι πότε τραγουδιόταν αυτά τα κάλαντα, τελείως πρόσφατα είχαμε την πολύτιμη μαρτυρία 60χρονου συγχωριανού μας πως κι ο ίδιος, όταν ήταν μαθητής στο δημοτικό σχολείο (ως και τα μέσα της δεκαετίας του ’60), αυτά τα κάλαντα έλεγε στις πόρτες, για να εκτοπιστούν στη συνέχεια από το «Τρίγωνα κάλαντα» ή το «Χιόνια στο καμπαναριό» ή το «Στη γωνιά μας κόκκινο», που μόνο κάλαντα δεν είναι, αφού δεν περιέχουν τις ευχές και τα παινέματα που τα δικά μας κάλαντα χαρακτηρίζουν… Και, για να κλείσουμε με το «Κόλεντα κοντύλαινα» της δυτικομακεδονικής υπαίθρου, πρέπει να προσθέσουμε πως αρέσει τόσο πολύ στα παιδιά που δεν το αλλάζουν με κανένα κι αυτό μας προκαλεί τόσο μεγάλη εντύπωση ώστε η μόνη εξήγηση που δίνουμε είναι πως μιλάει το αίμα τους, πως κυλάνε μες στο αίμα τους, τίποτε άλλο πέρα απ’ αυτό.

Μα, αν για τα παιδιά η επιλογή είναι εύκολη γιατί λειτουργούν από ένστικτο, προσωπικά είμαι πολύ μπερδεμένη και η επιλογή είναι μια υπόθεση πραγματικά πολύ δύσκολη. Γιατί εκεί που διαλέγω ν’ αγαπήσω περισσότερο τα βυζαντινά κάλαντα, που είναι απτή απόδειξη πως τα δημοτικά μας τραγούδια προέρχονται κατευθείαν από τις βυζαντινές μας ψαλμωδίες, εκεί η καρδιά μου σκιρτά στα κάλαντα της Ελληνόφωνης Κάτω Ιταλίας, την περίφημη Στρίνα, για τη φράση «βλογώ τη μάνα μ’ όλα τα παιδία», αλλ’ αμέσως αλλάζω γνώμη και προτιμώ τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα από τον Αρχάγγελο της Ρόδου για την έξοχη μελωδία τους κι ευθύς αμέσως τα εγκαταλείπω κι αυτά για να λατρέψω τα χιώτικα κάλαντα για το ιδιαίτερα εντυπωσιακό ξεκίνημά τους και για την τρυφερότατη προσφώνηση του Αη-Βασίλη «Άγιε μου Βασιλάκη μου», τόσο κοντινό κι αγαπημένο τους που τον θεωρούν τον άγιο οι Χιώτες, και πάει λέγοντας…

Είκοσι χρόνια τώρα το Σχολείο μας κι εγώ προσωπικά υπηρετούμε με ιδιαίτερο σεβασμό κι αγάπη την ιερή υπόθεση που λέγεται κάλαντα. Είκοσι χρόνια απολαμβάνουμε αυτήν την ανεξάντλητη μουσική πανδαισία που απεικονίζει πανέμορφα την ίδια μας την Πατρίδα. Είκοσι χρόνια και κάθε χρόνο προσωπικά τα ακούω με τον ενθουσιασμό της πρώτης φοράς που τα άκουσα και κάθε χρόνο τ’ αγαπάω ακόμα περισσότερο και τα εκτιμώ ακόμα πιο πολύ. Και πιο βαθιά. Γιατί είναι κομμάτι δυνατό από την ψυχή της Πατρίδας μου, που είναι για όλους μας μια μάνα ιερή κι αξεπέραστη, είναι μέρος σημαντικό της καρδιάς της Πατρίδας μας, που περιμένει υπομονετικά να θελήσουμε να στρέψουμε τα πολυάσχολα μάτια μας επάνω της και να θελήσουμε να την ανακαλύψουμε. Γιατί έχει τόσα καλά να μας προσφέρει. Αλλά δεν μπορεί και δε γίνεται να μας τα δώσει με το ζόρι…
Χρόνια πολλά! Και του χρόνου!

Στη μνήμη της Ευτυχίας Γεωργιάδου, που επί 20 χρόνια κάθε ξημέρωμα της παραμονής των Χριστουγέννων άνοιγε τον φούρνο της για να χορτάσουν ζέστη, κουλούρια κι αγάπη  οι αξημέρωτοι καλαντιστές του Δημοτικού Σχολείου Μαυροχωρίου…
 Σ.Ε.Π.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 18 Δεκεμβρίου 2014, αρ. φύλλου 769




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ