14.3.15

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΒΑΦΕΙΑΔΗ: Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος ηγούμενος Τσιριλόβου

Επιμέλεια: Δημοσθένης Παπανικολάου

Για τον ηγούμενο Γρηγόρη, για το χωριό του και το μοναστήρι λένε και γράφουνε στον τύπο μας πράγματα, που καμιά ή πολύ λίγη σχέση έχουν με την αλήθεια και την πραγματικότητα. Η γνώμη πως ο Ηγούμενος Γρηγόριος δεν είναι Τσιριλοβινός (1) παρά Γκορεντσινός (2), πως το Τσιρίλοβο (3) δεν είχε ελληνικό σχολείο τον καιρό της Τουρκοκρατίας και πως στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, εκτός από τον Ηγούμενο, δεν είχε καλογερέψει άλλος καλόγερος («Ν.Καστοριά» 15.7.62) παραξένεψε όλους στην Κορησσό και σήκωσε ζωηρές διαμαρτυρίες από τους κατοίκους του Τσιριλόβου. Ο γιατρός Χατζησιώμος (4) ήταν Γκορεντσινός, ναι. Ρωτήστε όποιον Κορησιώτη θέλετε και θα σας δείξει, πού ήταν το σπίτι του.. Να, εκεί πλάι στου Τούντα το σπίτι. Από τούτη τη μεριά προς το ρέμα είναι το σπίτι του Νικολάκη Βάμβαλη, συνέχεια το σπίτι του Τούντα και πιο πέρα προς του Λίλιου ήταν το σπίτι του γιατρού. Ο Ηγούμενος Γρηγόρης όμως δεν είχε καμία σχέση με την Γκόρεντση (5).

«Γιατί τα λένε και τα γράφουν αυτά;» ρωτούνε και διαμαρτύρονται και οι φίλοι μας Κύρος και Πέτρος, τσαγκαράδες από το Τσιρίλοβο. Οι αρχές της Καστοριάς όσες φορές θέλουν να μιλήσουν για το μοναστήρι, λένε «η Μονή του Αγίου Νικολάου Κορησσού»! «Γιατί Κορησσού; πότε απλώθηκαν τα σύνορα της Κορησσού ως το μοναστήρι μας; Και πότε ηγούμενο ή καλόγερο έστειλε καμιά φορά η Κορησσός να καλογερέψει στο μοναστήρι μας;» Εντονότερος στις διαμαρτυρίες του είναι ο Αργύρης Πέτρου, κτηματίας. «Ξέρουμε», μας λέει, «ποιοί τα δημιουργούν αυτά. Είναι εκείνοι, που μετά τον πόλεμο μας έκαναν μια πολύ ταπεινωτική για το χωριό μας πρόταση: μας προτείνανε να ξεθεμελιώσουμε τα σπίτια μας, να πατήσουμε τους τάφους των παππούδων και των πατέρων μας, να κόψουμε τους ψυχικούς δεσμούς με τα χώματα, όπου γεννηθήκαμε, και να κατοικήσουμε αλλού!» Τον καθησυχάζουμε. Οι πληροφορίες, που δημοσιεύονται στον τύπο, δεν έχουν σχέση με παρόμοιες προθέσεις. Όσοι τις γράφουν είναι άνθρωποι σοβαροί και εκτιμούμε την προσπάθειά τους, να φωτίσουν την ιστορία του τόπου μας. Άλλο ζήτημα, αν οι πληροφορίες, που δίνουν δεν πηγάζουν από έγκυρες πηγές.

Δεν αμφιβάλλουμε, πως οι καλοί μας Τσιριλοβινοί έχουνε δίκιο. Έχουμε έπειτα και προσωπική αντίληψη για το ζήτημα. Όταν πέθανε ο ηγούμενος -την Άνοιξη του 1912- είμαστε αρκετά μεγαλωμένα παιδιά. Πήγαμε στην κηδεία του με τους συμμαθητές μου και τους δασκάλους μου (οι δάσκαλοί μου ζούνε και είναι πηγή αξιόπιστη για το ζήτημα, που μας απασχολεί). Πέθανε στο Τσιρίλοβο, στο σπίτι της ανεψιάς του της Ζώικας, κόρης του αδελφού του Κοσμά. Η πομπή (6) πήρε τον ανήφορο μέσα από το δάσος με τους γάβρους και τις βελανιδιές. Τόνε θάψανε στο πλάτωμα, που ανοίγεται μπροστά στην εκκλησία αριστερά από την είσοδο της εκκλησίας. Οι αναμνήσεις μου δεν ξεκινούνε φυσικά από τη θανή του. Τόνε θυμούμαι και ζωντανό. Ψηλός, ασκητικός, κεφάλι λιονταρίσιο, άσπρος, κόκκινος με μεγάλα γαλανά μάτια και πλάτες ένα μέτρο. Όταν έβγαινε στην Ωραία Πύλη στην εκκλησία του μοναστηριού ή του Τσιριλόβου, έφραζε με το σώμα του όλο το άνοιγμα της πόρτας! Δυο μήνες μετά το θάνατό του δεθήκαμε και με συγγενικούς δεσμούς με την ανεψιά του. Άκουγα συχνά διηγήσεις της για τους αντάρτες και τη δράση του θείου της. Πολλά μου έχει διηγηθεί επίσης ο γιός της ο Βάνες (7) ο Σάρρος. Πέθανε στην Κορησσό πριν από λίγους μήνες, τον Απρίλη του 1962.

Για να δώσουμε όμως επακριβωμένες (sic) πληροφορίες, δεν είναι σωστό να στηριχθούμε σε προσωπικές αναμνήσεις. Και μάλιστα σε προσωπικές αναμνήσεις ενός παιδιού την εποχή εκείνη. Η παιδική φαντασία βλέπει τα πράγματα μεγαλωμένα και φανταχτερά. Τέτοια τα μεταβιβάζει στο μυαλό και τέτοια τα κρατάει το μυαλό σ’ όλη τη ζωή του. Πρέπει να συναντήσουμε τους άμεσους συνεργάτες του και τους στενότερους -ζωντανούς σήμερα- συγγενείς του, που ώριμοι τότε και με μυαλά μεστωμένα τον ζήσανε από κοντά και τον γνωρίσανε καλά. Αποφασίζουμε λοιπόν μερικοί φίλοι να ερευνήσουμε πρώτα στην Κορησσό. Ύστερα να επισκεφτούμε το χωριό, όπου πρωτοείδε το φως του ήλιου ο ηγούμενος Γρηγόρης και το μοναστήρι, όπου καλογέρεψε μια καλογερική ζωή όχι κλεισμένος στο κελί του. Μια καλογερική ζωή γεμάτη δράση, για το πολυτιμότερο αγαθό, που αγωνίζεται να καταχτήσει ο άνθρωπος στη ζωή του, για τη λευτεριά!

Στην Κορησσό δεν είναι λίγοι αυτοί, που θυμούνται ένα σωρό περιστατικά από τη ζωή του ηγουμένου και από την ιστορία του μοναστηριού. Ο Σπύρος Τσόπρας, 70 χρονών σήμερα, διηγείται πολλά. Τα ξέρει από τον πατέρα του, τον Γιάννη Τσόπρα. Πέθανε το 1943. Ο Γιάννης δούλευε στο μοναστήρι. Ήταν και οδηγός των ανταρτών (8). Αυτός οδήγησε τον Παύλο Μελά μια νύχτα του 1904 από το μοναστήρι στο Λέχοβο.

Εκείνος όμως, που στάθηκε για μας πολύτιμη πηγή, σωστή Ζωντανή ιστορία, είναι ο μπάρμπα-Βασίλης, ο Βασίλης Στυλιάδης, 86 χρονών. Τον συναντούμε σε φιλικό σπίτι. Ήταν 25 χρονών παλληκάρι, όταν έγινε σύνδεσμος ανάμεσα στον μητροπολίτη Καραβαγγέλη και τους καπεταναίους: τον Φούφα, το Μακρή, τον Καούδη, το Βάρδα, τον Τσαχτσίρα. Τη μέρα βοσκός, τη νύχτα αντάρτης. Βράδυαζε; έπαιρνε δρόμο. Πότε στο Τσιρίλοβο, να πάρει εντολές από τους οπλαρχηγούς. -τους έβρισκε στο σπίτι του Κόλε (9) Παπαστογιάννου, ξαδέρφου του ηγουμένου. -Πότε στη Λόσνιτσα (10) και πότε στο Μπλάτσι (11), να συναντήσει εκεί τους καπεταναίους. Ο τσοπάνης έχει τις δουλειές του, να γυρίζει, όποια ώρα τον φέρει η ανάγκη τη νύχτα. Ποιος να τον υποψιαστεί; Τις Δευτέρες «στου Κάστρου» μαζί με όλους τους παζαριώτες. -Και όχι μονάχα τις Δευτέρες. Θα πεταχτεί κι ως την Μητρόπολη. Ποιος χριστιανός δεν έχει τάχα υποθέσεις με το δεσπότη;!

Διηγείται ήσυχα με τόνο χαμηλό. Καμιά έξαρση στο ύφος του. Σαν να μιλάει για συνηθισμένα πράγματα. Εργάστηκε στα αντάρτικα(12) επειδή ένοιωθε πως είχε χρέος να βοηθήσει και αυτός να λυτρωθεί ο τόπος από τον καταραμένο Τούρκο. Μαζί με τα’ άλλα καθήκοντα του ανθρώπου, ένα καθήκον και αυτό από τα πιο τρανά. Πόσα περιστατικά και πόσες λεπτομέρειες στη διήγησή του! Και η κριτική του αδυσώπητη για ορισμένα πρόσωπα, που η φήμη τα έχει τυλίξει με κάποια αίγλη! Εκείνος φέρθηκε έτσι... ο άλλος έτσι... ο άλλος τρανό παλληκάρι! Τρέχει μια νύχτα στους Τούρκους: «αμάν αγάδες μου σώστε μας! Αντάρτες σκοπεύουν να μπουν απόψε στο χωριό!» και δώσ’ του οι Τούρκοι τουφεκίδι όλη τη νύχτα». Και μια εκδοχή για το κεφάλι του Παύλου Μελά, που την άκουσα από τον μπάρμπα-Βασίλη και χρειάζεται ίσως έλεγχο. «Το κεφάλι του Μελά το πήρε ένας βλάχος από το Σδράλτσι (13) και το πήγε στον Πρόξενο στο Μοναστήρι (14). Ο Πρόξενος το έδωσε στους πατριώτες, που τους είχε εμπιστοσύνη και το φέρανε στον Καραβαγγέλη».

Ρωτούμε για τον ηγούμενο, αν ήταν γκορεντσινός ή τσιριλοβινός. Τσιριλοβινός, μας απαντάει. Στο Τσιρίλοβο γεννήθηκε, στο Τσιρόλοβο μεγάλωσε, στο Τσιρίλοβο πέθανε. Στο χωριό μας κάθισε μερικούς μήνες -στου Γκεμαντήτσε (15) το σπίτι- όταν ήταν φόβος από τους κομιτατζήδες να μείνει στο μοναστήρι. -Το χωριό μας είχε βλέπεις Τούρκους πολλούς και οπλισμένους και δεν μπαίνανε μήτε κομιτατζήδες μήτε αντάρτες. -Είχε το μοναστήρι και άλλος καλογέρους;- Είχε τον Αγνάτιο (Ιγνάτιο), μας λέει. -«Σαν κάηκε το μοναστήρι πήγα και τον βρήκα στο Σόνι. Ήταν με τους καπεταναίους».

Ζουμερές και σίγουρες οι πληροφορίες, που μας έδωσε ο μπάρμπα-Βασίλης. Δεν ρωτήσαμε αν οι αρμόδιοι, που μοιράζουν απλόχερα τα διπλώματα θυμήθηκαν να τον τιμήσουν όπως του αξίζει.


* * *


Ξεκινούμε για το Τσιρίλοβο. Είναι όμορφο πρωινό. Ο ήλιος δεν έχει ανέβει μήτε μια βουκέντρα ψηλά από τη λιθιώτικη Μπούκα. Ο κάμπος αστράφτει κατάφυτος. Πίσω μας το Δισπηλιό λούζεται στις πρωινές αχτίνες του αυγουστιάτικου ήλιου. Η λίμνη μόλις τώρα θαρρείς ξυπνάει: τα νερά της τόπους τόπους αλλού ασημένια, αλλού μολυβένια. Το Μαυροχώρι, η Πολυκάρπη και η Φωτεινή αθώρητα: είναι βυθισμένα στο πράσινο και μόνο εδώ κι εκεί ασπρολογάει κανένα από τα σπίτια τους. πέρα από τη λίμνη και αντίκρυ από το Μαυροχώρι μόλις ξανοίγουμε τη Μαυρώτισσα, χαμένη στα πλατάνια, που μαυρολογούνε. Δεξιότερα πάνω στο βουνό, λάμπουν σα μαργαριτάρια μερικά σπίτια του Απόσκεπου, το Κεφαλάρι και το Σιδεροχώρι.

Προχωρούμε και φτάνουμε στο Τσουρουλιώτικο ρέμα. Δεξιά από τον Κάνιακο βλέπουμε ανάρια μερικά σπίτια του Σταυροπόταμου. Το Μελισσοτόπι δεν φαίνεται ακόμη. Πιο πέρα η Βασιλειάδα φαντάζει ξαπλωμένη νωχελικά στα πόδια της Βάρμπιτσας. Ολόισια μπροστά μας η Λιθιά με τους δυο μαχαλάδες της στα ριζά της Μπούκας. Στο ψήλωμα δεξιά της υψώνεται η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Πήγαμε προχτές και προσκυνήσαμε στη χάρη της. Δεν τη βρήκαμε όπως την αφήσαμε πριν από μερικά χρόνια. Έγινε κάποια βεβήλωση. Η εκκλησούλα με τα στασίδια και τις τοιχογραφίες της στην κόγχη πίσω από την Αγία Τράπεζα, με το ύφος δηλαδή της ορθόδοξης εκκλησίας, δεν υπήρχε πια. Την γκρεμίσανε και την ξαναχτίσανε. Ο κυρίως ναός έγινε μια απλόχωρη, αδειανή από στασίδια και άχαρη αίθουσα. Τις τοιχογραφίες της τις θρουψαλιάσανε. Τις θυμάμαι λαμπερές σαν χτες να τις ζωγράφισε ο αγιογράφος. Και ήταν καλός τεχνίτης. καλύτερος από τον αγιογράφο, που ζωγράφισε -την ίδια σχεδόν εποχή- τους αγίους με φουστανέλες στην εκκλησία του Αγίου Μηνά στη Φωτεινή. Πού να τις βρούμε τώρα να μελετήσουμε την τεχνοτροπία τους; Η εκκλησούλα μετρούσε ζωή 127 χρόνων. τη χτίσανε το 1835, όπως διαβάζουμε στην πέτρα την εντοιχισμένη δεξιά από την είσοδο. Μνημείο δηλαδή για τον τόπο αξιόλογο. Και να σκεφτεί κανείς, πως η εκκλησία γιορτάζει καλοκαιρινές μέρες και ο πιο πολύς κόσμος παρακολουθεί τη λειτουργία έξω από το κτήριο!
Στρέφουμε δεξιά και να το, βαθιά στο ρέμα, το μικροσκοπικό Τσιρίλοβο με τα άφθονα κρύα νερά του, τους δεντρόκηπους και τους λαχανόκηπους.

Το δεύτερο σπίτι από τη βορεινή είσοδο του χωριού είναι του Χρήστου Σάρρου, εγγονού της Ζώικας. Μας προσκαλούνε να μας προσφέρουν ένα γλυκό και ένα κρύο νερό. Στον οντά με το μεντέρι, στη μέση του βορεινού τοίχου μια μεγάλη φωτογραφία του ηγουμένου. Τα άσπρα δασά γένια του κατεβαίνουν ως τη μέση του σχεδόν. Επιβλητική, βιβλική φαντάζει η μορφή του μεγάλου αυτού τέκνου του Τσιριλόβου. Στους άλλους τοίχους άλλες φωτογραφίες: μερικές με δεσποτάδες και παπάδες της Καστοριάς, άλλες ανάμεσα στα παιδιά του οικοτροφείου της Καστοριάς. Βλέπουμε επίσης πολλές φωτογραφίες του γιατρού Βούζα με στρατιωτική στολή. φεύγουμε συγκινημένοι.

Πάμε στην εκκλησία του χωριού. Στο υπέρθυρο και στην αριστερή άκρη του δυτικού τοίχου, χαραγμένη πάνω στις πέτρες, η χρονολογία: 1858, Μαΐου 5. Έξω από τον περίβολο της εκκλησίας, στην πλατεία του χωριού, πάνω και δεξιά από τη βρύση, το παλαιό σχολείο. Ο Αργύρης Πέτρου μας πληροφορεί, πως είναι χτισμένο την ίδια χρονιά, που χτίστηκε και η εκκλησία. «Το βουλγαρικό σχολείο στην ανατολική είσοδο του χωριού χτίστηκε, όταν ήμουν παιδί, στο Σύνταγμα, το θυμούμαι.

Σ’ αυτό εδώ έμαθε γράμματα ο παππούς μου», μας λέει. Ανοίγουμε. Είναι ιδιόρρυθμο κάπως σχολικό κτήριο. Μπαίνουμε σε μια μεγάλη αίθουσα. Ήταν το αρρεναγωγείο. Στο βάθος διπλή σκάλα -από δεξιά και αριστερά τα σκαλοπάτια- οδηγεί σε πλατύ σχετικά κεφαλόσκαλο. Απέναντι δυο δωμάτια: δεξιά ήταν το παρθεναγωγείο -κοινοτικό γραφείο σήμερα- αριστερά το δωμάτιο με το τζάκι για το δάσκαλο. Η δασκάλα έμενε σε κάποια οικογένεια του χωριού. Πριν από το 1900 λειτουργούσε διτάξιο. Το χωριό βούιζε από κόσμο. Οι γερόντοι θυμούνται, πως ένας από τους δασκάλους είχε έρθει από τη Θεσσαλονίκη. Παίρνουμε τον ανήφορο για το μοναστήρι. Ο αυτοκινητόδρομος πλατύς, άνετος. Πρώτο κτίριο, που συναντάμε η εκκλησία της μονής. Είναι το μόνο παλαιό κτίριο. Πότε χτίστηκε, χρονολογία δεν βλέπουμε πουθενά. Θυμάμαι πως ήταν γραμμένη στο υπέρθυρο της εισόδου. Τί έγινε; (Γράψανε στη «Ν.Καστοριά» της 8.7.1962, πως χτίστηκε το 1460. Θα χρωστούμε ευγνωμοσύνη, αν μας πληροφορήσουν από ποια γραπτή μαρτυρία αντλούνε την πληροφορία, πως χτίστηκε τον 15ο αιώνα. Οι εικόνες δεν δείχνουν αρχαιότερες από τον 19ο αιώνα). Πίσω από το Άγιο Βήμα τα σίδερα από τον τάφο του ηγουμένου. Μέσα στα σίδερα ο ενεπίγραφος μαρμάρινος σταυρός. Διαβάζουμε:

Ενθάδε κείται Γρηγόριος Ηγούμενος της Μονής Αγίου Νικολάου, εγεννήθη τω 1837. Απεβίωσε Μαΐου 16 1912

Έξι μήνες μετά το θάνατό του περνούσε από τον Κάνιακο η 3η Μεραρχία του Δαμιανού. Δεν έζησε για να ιδεί τα όνειρά του πραγματοποιημένα!

Στη μονή συναντούμε άλλη ζωντανή ιστορία, τη γιαγιά Καλλιόπη, κόρη του Δημήτρη Παπαστογιάννου, πρώτου ξαδέρφου του ηγουμένου. Είναι 82 χρονών γεμάτη ζωή και τετραπέρατη. Είχε ζήσει στην Αθήνα, όπου είχε δικό της σπίτι. Ρωτούμε να μάθουμε από ποιό χωριό ήταν ο θείος της. -«Μπας και τρελάθηκες; Από ποιο χωριό θες να είναι, από το Ζαμπάρτεν;» με περιποιείται η γιαγιά Καλλιόπη, όπως μου αξίζει για την κουτή ερώτησή μου. Ρωτούμε ύστερα να μάθουμε ποιά ήταν η οικογένεια του ηγουμένου. -«Τους λέγανε Γκεμαντίοβοι (16). Είχε έναν αδερφό, τον Κοσμά, γεωργό στο Τσιρίλοβο, και μια αδερφή, τη Φιλιώ, παντρεμένη στο Κομανίτσοβο (17), στην οικογένεια του Ευτερπίου. Πέθανε από φυσικό θάνατο. Ο Κοσμάς είχε τρία παιδιά. Τον Γκεμάντο (18), που εγκαταστάθηκε νωρίς στη Θεσσαλονίκη και τώρα ζει εκεί ο γιός του ο Γιώργης, τη Ζώικα, παντρεμένη στο Σάρρο, στο χωριό -πέθανε το 1925- και την Τάρπα (19), εγκατεστημένη στη Θεσσαλονίκη. Το 1913 έφυγε στο εξωτερικό. Ίσως να ζει ακόμη, ήταν η μικρότερη. Μια δική μου ανεψιά», μας λέει, «η Ντίτα (Αφροδίτη) ήταν παντρεμένη στην Τσερέσνιτσα (20). Έφυγε κι αυτή στο εξωτερικό το 1913 με το γιό της τον παπά, τον Παπαχρίστο.

Στο μοναστήρι είχε ιδρύσει ο ηγούμενος σχολείο-οικοτροφείο. Είχε μαζέψει ορφανά από τα γύρω χωριά: από το Τσιρίλοβο, το Κομανίτσοβο, το Μπομπόκι (21), τη Ζαγορίτσανη (22). Δεν δίδασκε ο ίδιος. Πλήρωνε δάσκαλο. Το σχολείο στο μοναστήρι λειτουργούσε ανεξάρτητα από το σχολείο στο χωριό. Δεν θυμάται η γιαγιά Καλλιόπη να μας πει ποιος ήταν ο προκάτοχος του Γρηγόρη ηγούμενος στο μοναστήρι. Ξέρει όμως, πως όταν ο θείος της πήγε ηγούμενος στον Άη-Νικόλα, το μοναστήρι δεν είχε τίποτα. Αυτός καλλιέργησε τα κτήματα, αυτός το επίπλωσε, αυτός το στόλισε. Και δεν ήταν πάντοτε μόνος του στο μοναστήρι. Ένα διάστημα ήταν μαζί του ο καλόγερος Αγνάτιος (23). Υστερότερα ένας κουτσός καλόγερος από το Τσιρίλοβο, ο Νάσε Ποπόσκου. Είχε ανθρώπους για τα κτήματα και γυναίκες υπηρέτριες.

Ήταν παλληκάρι. Το ’λεγε η καρδιά του. Όταν είχε αντάρτες στο μοναστήρι κι έπρεπε να φύγουν τη νύχτα, έβγαινε πρώτος αυτός με το τουφέκι στον ώμο. Προχωρούσε αρκετά, αγνάντευε γύρω και ύστερα σφύριζε το σύνθημα να ακολουθήσουν οι αντάρτες. Ήταν και μυαλωμένος. Ήξερε να φυλάγεται. Το πρωί χαράματα μάζευε τα παιδιά των συγγενών του, αγόρια και κορίτσια. «Παίρναμε αγκαθιές και σαρώναμε το δρόμο: να σβήσουν τ’ αχνάρια από αλόγατα κι ανθρώπους μην το πάρουν μυρωδιά οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι τον υποψιάζονταν πως φιλοξενεί τους καπεταναίους στο μοναστήρι. Τον έπιασαν κάποτε και τον φυλακίσανε στην Καστοριά. Είχε όμως φίλους και συνεργάτες. Τον έβγαλαν γρήγορα. Μεγάλους φίλους είχε στην Αθήνα, έκανε έρανο με το Δραγούμη και έκτισε το σημερινό κτήριο της μονής».

Από όσα μας διηγήθηκε η γιαγιά Καλλιόπη, προβάλλει ολοζώντανη μπροστά μας η ηρωική μορφή του ηγουμένου Γρηγόρη, καύχημα για το μικρό Τσιρίλοβο. (Από άλλους μαθαίνουμε, πως το μοναστήρι δεν έπαθε ζημιές από τους βουλγάρους κομιτατζήδες μόνο. Κάποτε το ληστέψανε και δικοί μας χαραμήδες (24). Χαραμής ήταν ο Ίτσος Μπλιούντας, από το Τσιρίλοβο. Πήγε με την τσέτα (25) του στο μοναστήρι -όλοι με τις μάσκες- δέσανε την καλογριά Λένα και το γδύσανε το μοναστήρι).

Τα συμπεράσματα αξιόπιστα και αυθεντικά: Ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος, ηγούμενος της Μονής Αγίου Νικολάου, ήταν γέννημα και θρέμμα του Τσιριλόβου. Το μικρό Τσιρίλοβο είχε λαμπρό ελληνικό εκπαιδευτήριο από την έκτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Στη μονή υπηρέτησαν εκτός από τον ηγούμενο και άλλοι καλόγεροι.

(Την περιοχή μας την επισκεφτήκανε την περίοδο εκείνη Ευρωπαίοι περιηγητές. Ένα από αυτούς μίλησε στην Καστοριά με το γιατρό Χατζησιώμο και με τον Λιθιώτη Ευτερπίου. Τα κείμενα αυτά -αλλά και μερικά άλλα- θα τα δώσουμε σε άλλο σημείωμά μας).

Κορησσός, Αύγουστος 1962

Α.Β.(26)


Σημειώσεις
(1) Καταγόμενος ή κάτοικος Τσιριλόβου ( Άγιος Νικόλαος). Τσιρίλοβο από το Κυρίλλοβο
(2) Καταγόμενος ή κάτοικος Κορησσού (Γκόρεντσης)
(3) Χωριό σήμερα ονομαζόμενο Άγιος Νικόλαος
(4) Ιωάννης Σιώμος, ιατρός Μακεδονομάχος
(5) Κορησσός
(6) Παραλείπει τη φράση: «Στητό στο θρόνο τον ανέβασαν στο μοναστήρι», που είχε στο αρχικό πρώτο χειρόγραφο
(7) Παραφθορά του Γιάννης από σλάβικη επίδραση
(8) Μακεδονομάχων
(9) Παραφθορά του Νικόλαος (σλαβική)
(10) Σημερινή Γέρμα προς τιμήν του Καπετάν Γέρμα
(11) Σημερινή Βλάστη
(12) Μακεδονικός Αγώνας
(13) Αμπελόκηποι σήμερα
(14) Η πόλις Μοναστήρι
(15) Διαμαντίδη (Παραφθορά)
(16) Παραφθορά του Διαμαντίδης
(17) Λιθιά
(18) Διαμάντη
(19) Ευτέρπη
(20) Πολυκέρασος
(21) Σταυροπόταμος
(22) Βασιλειάδα
(23) Ιγνάτιος
(24) ληστές
(25) συμμορία
(26) Αναστάσιος Βαφειάδης

Ο Αναστάσιος Βαφειάδης, φιλόλογος, συγγραφέας και μεταφραστής, γεννήθηκε το 1900 στην Κορησό. Το χειρόγραφο του κειμένου προέρχεται από το προσωπικό αρχείο της κ. Ελένης Βαφειάδου Παπανικολάου στην οποία το παρέδωσε ο ίδιος πριν περίπου 50 χρόνια.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 6 Νοεμβρίου 2014, αρ. φύλλου 763


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ