10.1.15

ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΜΠΑΓΓΟΥ: Ξεκίνα εσύ....κι ‘μεις .... βλέπουμε



Προ ημερών διάβασα ένα άρθρο του καλού λογοτέχνη, κυρίου Ξανθούλη με την προτροπή να ξαναγίνουμε φτωχοί και ολιγαρκείς, και ως εκ τούτου πιο αγνοί και τίμιοι, και μ' έκανε να πάω πολύ πίσω. Όταν ο δάσκαλος πατέρας μου μας πήγαινε από χωριό σε χωριό, λόγω της δουλειάς του.

Μέναμε σε σπίτια με λιγοστή θέρμανση και η μάνα μου μαγείρευε στην μασίνα ή στην γκαζιέρα. Η γιαγιά Ουρανία μας έφτιαχνε μοσχοβολιστές φουρνουτάρες στη ζιάρη τα Σάββατα που έψηνε το ψωμί, όταν -βέβαια- ο καλός Θεούλης μας είχε βοηθήσει να μαζέψουμε τα στάρια και δεν τα είχε αφήσει να καταστραφούν από κανένα χαλάζι. Αλλά ακόμα κι αυτό όταν συνέβαινε για τα παιδικά μου μάτια είχε μια γοητεία. Θυμάμαι τις θείες μου να κλαίνε πάνω από τα ισοπεδωμένα σπαρτά κι εγώ να απορώ γιατί δεν χαίρονται που γέμισε ο τόπος με τόσο όμορφα κρύσταλλα. Ούτε με ένοιαζε που το χιόνι έμπαινε στην κουζίνα μας στην Κορομηλιά, ανάμεσα από τα κεραμίδια. Το έβλεπα να κατεβαίνει χορευτικά και χόρευα κι εγώ από κάτω.

Ο παππούς μου ο Παντελής μού πέθανε όταν ήμουν εφτά χρονών κι αυτός εξήντα τέσσερα. Και είχε, ήδη, προκάμει να γεράσει πολύ. Τα χέρια του ήταν γεμάτα ρόζους κι ο σβέρκος του ήταν σκαμμένος σε τετραγωνάκια από τον ήλιο που του άργαζε το δέρμα, σα να κρατούσε κι εκείνος- ο Μεγαλειότατος- μια ίδια τσάπα στα ακτινωτά του χέρια, εκεί στο Σάντοβο δίπλα στον Αλιάκμονα. 
-Κοίτα τι άσπρο σβέρκο έχει ο παππούς σου, μου έλεγε, σαν το κώλο απ΄το τηγάν. 
(Πόσο λυπάμαι που δεν πρόφτασα να του κάνω λίγο ευκολότερη τη ζωή!)
-Καθώς μεγαλώνεις, όμως, μαθαίνεις.

Τότε, λοιπόν, οι άνθρωποι ήταν γέροι από τα σαράντα (γέροντα τριανταεννέα ετών πάτησε το τραμ, έγραφε η εφημερίδα) και τις σύριγγες για τις ενέσεις τις βράζανε στην κατσαρόλα. 
Και οι περισσότεροι άντρες και γυναίκες που περνούσαν τα τριάντα είχαν ένα “τρυπητό” χαμόγελο επειδή κάποιος κουρέας είχε αφαιρέσει τα πονεμένα τους δόντια.

Η δε ανθρώπινη φύση δεν ήταν διαφορετικότερη από την σημερινή. Σκοτώνονταν οι άντρες και έτρεχαν στα δικαστήρια για μια πιθαμή χώμα ή για λόγους ατιμίας (των γυναικών) και οι πεθερές με τις νύφες που έμεναν στα ίδια σπίτια ζούσαν μέσα σε ακήρυχτους ή κηρυγμένους πολέμους, με πολλά θύματα εκατέρωθεν- ιδίως από τον παιδικό πληθυσμό που βίωνε όλη αυτή την δυσφορία που υπήρχε ανάμεσά τους.

Αλλά τα παιδιά και οι γυναίκες εκείνο τον καλό καιρό, εκτός από το να μαλώνουν, άλλα δικαιώματα δεν είχαν. Τα κορίτσια σπάνια μορφώνονταν, τα πάντρευαν νωρίς-νωρίς όσο ήταν φρέσκες και τα έστελναν με μεγάλη χαρά στην Αμερική για να παντρευτούν κάποιον παλιόγερο, μπας και στείλουν πίσω κανένα δολάριο. Ούτε τους περνούσε από το μυαλό, πώς μια γυναίκα δίχως γνώση κι εμπειρίες, που νομίζει ότι ο κόσμος σταματά στα σύνορα του χωριού της, μπορεί να μεγαλώσει καλά τα παιδιά της. Άφηναν το Θεό να φροντίζει για τα περισσότερα, λες και μας γέμισε το κεφάλι με μυαλό μόνο και μόνο για να μη γέρνει δεξιά κι αριστερά.

Έπειτα ο Ξανθούλης δεν σκέφτεται αυτούς που έχουν συγγενείς στην Αυστραλία και σε όλον τον κόσμο και τα βάζει με τις τηλεφωνίες και το ίντερνετ; Ο τσομπάνος αν πάθει κάποιο ατύχημα στο βουνό, πώς θα ειδοποιήσει; Δεν ξέρω αν τον ενοχλούν και τα ελικόπτερα που κουβαλούν, βέβαια, τους πλούσιους αλλά και σώζουν αρρώστους... Με τον ηλεκτρισμό δεν κατάλαβα να έχει κάποια κόντρα, τον χρειάζεται το βράδυ για να γράφει.

Φυσικά και κάνουμε κάποιες υπερβολές οι γυναίκες, ιδίως στο ντύσιμο. Όχι όμως και να μας λες, κύριέ μου, ότι ντυνόμαστε σαν πόρνες! Τις προσβάλλεις ανεπανόρθωτα. Ξέρεις τι έχουν προσφέρει οι πόρνες στην ανθρωπότητα; εκτονώνουν οι άντρες εκεί ό,τι τους περισσεύει κ ύστερα γυρίζουν στο σπίτι τους σαν αρνάκια. Διάβασε και κανένα Φρόιντ να μάθεις για το σεξουαλικό ένστικτο! Ρώτησε επίσης και κανένα παιδί, μια χαρά ερωτεύονται και με τα κινητά στο χέρι..... αλίμονο σε μένα και σένα που πέρασαν τα χρονάκια μας.

Και τώρα τέρμα τ' αστεία. Δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που πλούτισε κι ύστερα να έγινε μ' ευχαρίστηση φτωχός. Ούτε οι φτωχοί είναι καλύτεροι από τους πλούσιους, το διαπιστώνεις μόλις πλουτίσουν.
Οι επιστήμες έκαναν ευκολότερη και πιο ενδιαφέρουσα τη ζωή μας. Μέσω της τεχνολογίας, ζούμε περισσότερο και καλύτερα. Η δημιουργική σκέψη και η εργασία ήταν και είναι τα πιο σημαντικά εφόδια μας.

 Ας ελπίσουμε ότι δε θα φτωχύνουμε κι άλλο. Η φτώχεια δεν είναι ιδανικό.
(Ήταν κάποτε για τον Νίκο Ξανθόπουλο. Νομίζω, δε, ότι νιώθεις κάποια συγγένεια μαζί του γιατί μοιάζουν τα επίθετα σας, αγαπητέ κύριε Ξανθούλη)
 Κι ας προσπαθήσουμε, συνέλληνες, να κάνουμε καλύτερο τον κόσμο μας με γνώση, λογική και, και, και με αλληλοαποδοχή. 


Πρωτοδημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 11 Σεπτεμβρίου 2014, αρ. φύλλου 755 
 Φωτογραφία: Fred Boissonnas (1858-1946). Οικογένεια ιερωμένου. Ζεμενό Κορινθίας 1903. O φωτογράφος και ο φίλος του τσουγκρίζουν τα ποτήρια με τους οδηγούς ζώων. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ