7.12.14

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Το κομμένο χέρι



Πως μπορούσα να φανταστώ, η έρμη μου, τι με περίμενε όταν γύρισα σπίτι; Για ιαματικά λουτρά είχα συνοδεύσει τον άντρα μου στην κοντινότερη λουτρόπολη• απαραίτητα στην κατάστασή του. Με ένα άχρηστο πόδι μου γύρισε από το Αλβανικό Μέτωπο και όλον το χειμώνα σφάδαζε από τους πόνους. Στην πεθερά, στο χωριό, αφήσαμε το μοναχοπαίδι μας, ένα κοριτσάκι, ούτε καν τριών χρόνων. Στην επιστροφή μάς πρόφτασαν τα τρομερά χαμπέρια: Πέρασαν από το χωριό οι αντάρτες, χαμένοι εντελώς οι κάτοικοι. Άλλοι έφευγαν προς τα δω, άλλοι προς τα κει... Βρέθηκε η πεθερά, με την Ανδρομάχη στο χέρι, πίσω από την οικογένεια του γιου της να προχωρεί προς τη μεριά των ανταρτών. Από πίσω τούς πήρε η μάνα μου• πού να εμπιστευτεί στη μπάμπω, που καλά καλά τα πόδια της να σύρει δεν μπορούσε, το σπλάχνο, το μοναδικό, της θυγατέρας;

Κι εγώ; Και ο ανάπηρος πατέρας; Πως να αντέξουμε τέτοια συμφορά; Αντέξαμε. Το πως, σε λόγια δεν χωράει. Γράμματα παίρναμε, γράμματα στέλναμε. Τρεις μήνες να παν εκεί, πέντε να φτάσει η απάντηση εδώ. Από τη μάνα μου, βέβαια. Οι άλλοι, αλλού βρέθηκαν στη ξενιτειά• εκείνη, όπου η εγγόνα. Σε ίδρυμα πήγαν τη μικρή, στο ίδιο μέρος έμεινε κι η ίδια. Στα χωράφια δούλευε για να έχει να φάει. Στο ίδρυμα κατέληγε να ρωτάει για την Ανδρομάχη μου. Και τα χρόνια περνούσαν, και ο καημός μεγάλωνε: Θα δούμε, άραγε ποτέ το χαϊδεμένο μας; Γη και ουρανό κινήσαμε, στο Διεθνή Ερυθρό Σταυρό καταλήξαμε. Ναι, αλλά η Ανδρομάχη μεγάλωνε. Άρχισε να πηγαίνει σχολείο. Έγρα- φε η μάνα μου, ότι στο ελληνικό σχολειό ήταν η πρώτη, την εκεί ντόπια γλώσσα δεν έλεγε να μάθει.

Γιορτή στο σχολείο το ελληνικό για την 25η Μαρτίου. Από κει και η φωτογραφία που μας έστειλε. Την είδαμε και αρχίσαμε και οι δυο τον θρήνο. Κομμένο το δεξί χεράκι της κορούλας μας! Ένα μπουκέτο λουλούδια στην άκρη του μανικιού. Το άλλο χέρι, όλο νάζι, έμοιαζε να κάνει υπόκλιση. Γράμμα έστειλα στη μάνα μου, να μου πει πως και γιατί. Δεν αντέχεται, είπαμε, κι αυτό το χτύπημα.Το αντέξαμε!

Και ήρθαν τα καλά μαντάτα, πριν την απάντηση της μάνας μου. Ο Ερυθρός Σταυρός είχε αναλάβει τον επαναπατρισμό των ανήλικων. Σύντομα θα βλέπαμε την κόρη μας, έστω και κουλή. Κάναμε πέτρα την καρδιά μας και ασπρίσαμε το σπίτι• τρόφιμα τα εκλεκτότερα για την Ανδρομάχη, ρούχα τα καλύτερα. Κυλούσαν τα δάκρυά μου, όταν τα αγόραζα. Το κομμένο χέρι σκεφτόμουν συνέχεια. Το λεωφορείο με τα επαναπατριζόμενα έγινε δεκτό στην είσοδο της πόλης από πλήθος κόσμου. Γονείς, συγγενείς, φίλους και γειτόνους. Και να, σχεδόν τελευταίο, προβάλει το μουτράκι της Μαχούλας μου. Βγαίνει στην πόρτα, κοπέλα πια ολόκληρη, και απλώνει τα δυο της χέρια προς το μέρος μου. ΤΑ ΔΥΟ ΤΗΣ ΧΕΡΙΑ! Να το πιστέψω δεν μπορώ.Την παίρνουμε και οι δυο στην αγκαλιά μας, την ψαχουλεύουμε, δυο σωστά, ολόκληρα χέρια! Στη μέση, ανάμεσά μας, τη βάλαμε το βράδυ στο κρεβάτι. Από ένα χέρι έπιανε ο καθένας, και το χαϊδεύαμε και το φιλούσαμε∙ κι ας είχε αποκοιμηθεί εκείνη ευτυχισμένη. Μακρυά μανίκια είχε το παλτό που της φόρεσαν για τη γιορτή!

Πως να αντέξουμε τέτοια χαρά; Αντέχεται; Σ΄ όλον τον κόσμο τη διατυμπανίσαμε!


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 26 Ιουνίου 2014, αρ. φύλλου 746


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ