31.10.14

ΝΙΚΟΥ ΤΣΕΜΑΝΗ: Κούβα [α]


ΟΔΟΣ 1.5.2014 | 738

ταξιδιωτικές εξομολογήσεις από μακρινά ταξίδια


Στο αεροδρόμιο του Cancun στο Μεξικό περίμενα υπομονετικά στην ουρά να πάρω την κάρτα επιβίβασης για την πτήση CU153 των κουβανικών αερογραμμών με προορισμό την Αβάνα. Πίσω μου ακριβώς ήταν ένας συνταξιδιώτης που κρατούσε ένα ελαφρύ κυλινδρικό βαλιτσάκι και ένα μακρύ τρίποδα που πάνω του στεκότανε μια μικρή Sony videocamera. Ο συνταξιδιώτης αυτός ήταν ολόιδιος ο Ernest Hemingway. Γυρνάω και του λέω γελώντας, το ξέρεις ότι είσαι ίδιος ο Hemingway; Ναι μου απαντά γιατί μου έχουν ζητήσει να παίξω τον ρόλο αυτό σε ένα έργο στον κινηματογράφο. Δηλαδή, του λέω, έχω την τιμή να συνταξιδεύω με τον σωσία του Hemingway που σπάει το εμπάργκο της αμερικανικής κυβέρνησης για να επισκεφθεί την Κούβα μέσω Μεξικού. Ακριβώς, μου απαντά με ένα συγκαταβατικό μειδίαμα. Κουβέντα στην κουβέντα δεν αργήσαμε να γίνουμε φίλοι. Ήταν και αυτός κυνηγός της περιπέτειας, ταξίδευε μόνος, δεν ήξερε σε πιο ξενοδοχείο θα κοιμηθεί το βράδυ και θα έμενε στην Κούβα περίπου δύο βδομάδες όπως εγώ. Ήταν παραγωγός φιλμ για την τήξη των πάγων στο Βόρειο και Νότιο πόλο με θέμα την υπερθέρμανση του πλανήτη. Του πρότεινα να μοιραστούμε το ταξί από το αεροδρόμιο στο κέντρο της Αβάνας και δέχτηκε με ευχαρίστηση.

Το Airbus των κουβανικών αερογραμμών πετούσε προς την Κούβα, σε αυτό το γενναίο και αυθάδικο νησί του Hemingway, του Τσε Γκεβάρα, του Φιντέλ Κάστρο. Κάθισα κοντά στο παράθυρο και κοιτούσα την αφρισμένη θάλασσα της Καραϊβικής. Έψαχνα μήπως δω κανένα πειρατικό πλοίο με τον Φράνσις Ντρέικ, κανένα γέρο πάνω σε ένα παλιό σκαρί να ψαρεύει ξιφίες, κανένα λαθρεμπορικό ταχύπλοο να μεταφέρει καφάσια ουίσκι στην στεγνή από την ποτοαπαγόρευση Αμερική, έψαχνα καμία σχεδία κουβανού φυγάδα να πλησιάζει ακυβέρνητη τις ακτές της Φλόριδας, κανένα αμερικάνικο αντιτορπιλικό να επιτηρεί τον εμπορικό αποκλεισμό της Κούβας. Έψαχνα στις ακτές να εντοπίσω τον κόλπο των Χοίρων και το ιστορικό λιμανάκι Μαριέλ.

Ένοιωθα την φαντασία μου να χαιρετίζει την ιστορική αλήθεια. Μεγάλα κύματα της σύγχρονης ιστορίας της Κούβας πέρναγαν με ταχύτητα από μπροστά μου σαν περιπετειώδεις κινηματογραφικές ταινίες που σου κόβουν την ανάσα. Έβλεπα τους Ισπανούς να αποδεκατίζουν τους ντόπιους Ινδιάνους και σύντομα να φέρνουν σκλάβους από την Δυτική Αφρική για να καλύψουν τις ανάγκες του νησιού σε εργατικά χέρια. Έβλεπα τους γάλλους και άγγλους πειρατές να επιτίθενται στις ισπανικές γαλέρες και να καίνε την Αβάνα. Έβλεπα τον στρατηγό Φουλχένσιο Μπατίστα υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ να καταργεί με στρατιωτικό πραξικόπημα την εύθραυστη κουβανέζικη δημοκρατία, να καταλαμβάνει την εξουσία και διαλύει με την βία τις δημοκρατικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας .

Η ιστορία της Κούβας έπαιρνε τότε δραματική στροφή. Ένας εξόριστος στο Μεξικό από τον δικτάτορα Μπατίστα, ο κουβανός δικηγόρος Φιντέλ Κάστρο μαζί με έναν νεαρό αργεντίνο γιατρό τον Ερνέστο Γκεβάρα και άλλους 81 επαναστάτες με ένα ναυλωμένο σκάφος το Grandma αποβιβάζονται στην Κούβα. Από λάθος του καπετάνιου γίνονται αντιληπτοί και βομβαρδίζονται από τα αεροπλάνα του Μπατίστα. Όσοι γλυτώνουν ανεβαίνουν κυνηγημένοι στη Σιέρα Μαέστρε, την μεγαλύτερη οροσειρά της Κούβας. Μετά από δύο χρόνια σκληρές μάχες, το 1959, οι πρώτοι αυτοί επαναστάτες o Τσε και ο Φιντέλ, οι barbados όπως τους αποκαλούσαν για τις γενειάδες τους, με την βοήθεια αγροτών, φοιτητών και λιποτακτών ανατρέπουν τον διεφθαρμένο δικτάτορα Μπατίστα και καταλαμβάνουν την εξουσία. Ακολουθεί ανακατανομή της κουβανέζικης γης και πολλά αγροκτήματα αμερικανικών συμφερόντων περνάνε στα χέρια κουβανών χωρικών.

Η μαμά υπερδύναμη δεν αντέχει την τελευταία αυτή πρόκληση και είναι αποφασισμένη να τιμωρήσει παραδειγματικά το ανυπάκουο παιδί στην γειτονιά της. Τα γεγονότα είναι καταιγιστικά: Το 1960 οι ΗΠΑ κηρύσσουν οικονομικό και εμπορικό μποϊκοτάζ στην Κούβα. Το 1961 μια ομάδα από 1400 εκπαιδευμένους και οπλισμένους από την CIA εξόριστους Κουβανούς αποβιβάζονται στον Κόλπο των Χοίρων υποστηριζόμενοι από αμερικανικά αεροπλάνα. Οι κάτοικοι της Κούβας στηρίζουν τον Κάστρο και η εισβολή αποτυχαίνει. Η Κούβα ζητά την βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης και την έχει. Μαζί με την οικονομική βοήθεια έρχονται και ρωσικοί πύραυλοι με την δυνατότητα να φέρουν πυρηνικές κεφαλές. Η Αμερική αντιδρά και τα ρωσικά όπλα αποσύρονται κατά την περίφημη κρίση των πυραύλων. Το οικονομικό εμπάργκο στην Κούβα διευρύνεται με την συμμετοχή όλων των κρατών της περιοχής που ελέγχονται από της ΗΠΑ. Μόνο ο Καναδάς και το Μεξικό δεν συμμετέχουν και αφήνουν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με το νησί. Οι προσπάθειες μαζικής καλλιέργειας ζαχαροκάλαμου- zafra- και οι εξαγωγές ζάχαρης δεν φθάνουν να συντηρήσουν τις οικονομικές ανάγκες του νησιού.

Παρά τις επιτυχίες της επανάστασης στον κοινωνικό τομέα, εξάλειψη του αναλφαβητισμού, κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, δωρεάν παροχή υγείας και παιδείας σε όλους, η οικονομική κατάσταση χειροτερεύει. Η Κούβα εξαρτάται όλο και περισσότερο από την βοήθεια των σοσιαλιστικών χωρών. Όλο και περισσότεροι Κουβανοί δραπετεύουν στο Μαϊάμι αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Πολλοί περνάνε απέναντι νύχτα με σχεδίες – balsas- και γι΄ αυτό ονομάστηκαν balseros. Το 1980 από το μικρό λιμάνι Mariel στην περιφέρεια της Αβάνας έφυγαν από την χώρα με την ανοχή του καθεστώτος 125.000 Κουβανοί που ονομάστηκαν Marielitos. Το Μαϊάμι πλημμυρίζει Κουβανούς φυγάδες balseros και Marielitos. Το 1990 η Σοβιετική Ένωση καταρρέει. Το νέο καθεστώς στην Ρωσία σταματά ακαριαία κάθε βοήθεια στην Κούβα. Ακολουθούν τέσσερα τραγικά χρόνια, χωρίς πρώτες ύλες, χωρίς πετρέλαιο, η οικονομία και οι μεταφορές καταρρέουν,  διακοπές στην ηλεκτροδότηση και υδροδότηση γίνονται καθημερινό φαινόμενο, τα τρόφιμα λιγοστεύουν. Οι κλοπές για επιβίωση πολλαπλασιάζονται Τα περισσότερα σπίτια στην Κούβα θωρακίζονται με σιδερένιες καγκελόπορτες.

Το 1994 το καθεστώς αναγκάζεται να ενθαρρύνει τις ξένες επενδύσεις, ο κουβανέζικος ιστορικός συμβιβασμός ανάμεσα στα σοσιαλιστικά ιδεώδη και στην παγκόσμια καπιταλιστική πραγματικότητα είναι γεγονός. Ο Κάστρο προσεγγίζει τα Ευρωπαϊκά κράτη και το 1996 με μία ενδεικτική χειρονομία μετακομμουνιστικής πολιτικής αλλαγής επισκέπτεται τον πάπα στο Βατικανό. Οι πρώτες καναδοκουβανικές τουριστικές επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται από κοινού τα ξενοδοχεία στις πανέμορφες με άσπρη άμμο και τουρκουάζ νερά βόρειες παραλίες της Κούβας. Ο τουρισμός φέρνει έσοδα και γίνεται ο μοχλός για να ξεπεραστεί η διεθνής απομόνωση του νησιού αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί τεράστια κοινωνικά προβλήματα στην σοσιαλιστική πατρίδα. Δημιουργούνται δύο εθνικά νομίσματα, το μετατρέψιμο πέσο ( exchangeable peso) για τους έχοντες συνάλλαγμα και τους τουρίστες και το εθνικό πέσο (peso national) για τους εργαζόμενους και τους αγρότες. Μία πρωτόγνωρη διπλή παράλληλη οικονομία αρχίζει να λειτουργεί με άγνωστες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις για το μέλλον της χώρας.
Οι κάτοικοι της Κούβας, αυτό το πολύχρωμο κράμα μαύρων σκλάβων με Ισπανούς κατακτητές και ευρωπαίους εποίκους παρακολουθούν με δέος τις εξελίξεις άλλοτε σαν πρωταγωνιστές , άλλοτε σαν κομπάρσοι, άλλοτε σαν θεατές, μετρώντας έναν-έναν τους πολιτικούς τυφώνες που χτυπάνε τις ακτές της πατρίδας τους από τα τέλη του 20 αιώνα και μέχρι σήμερα.

Σε 35 μόλις λεπτά προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο της Αβάνας. Ο Μαρκ –αυτό ήταν το όνομα του σωσία του Hemingway– και εγώ περάσαμε παρέα τον έλεγχο διαβατηρίων χωρίς κανένα πρόβλημα, εγώ έδωσα τη βίζα από την πρεσβεία της Αθήνας και του Μαρκ του σφράγισαν την είσοδο στη Κούβα σε ένα λευκό χαρτί για να μην υπάρχει κουβανέζικη σφραγίδα στο αμερικάνικο διαβατήριό του.
Το αεροδρόμιο της Αβάνας ήταν παλιό, δεν υπήρχαν μεγάλες αφίσες προπαγάνδας του καθεστώτος, ούτε τεράστια πορτραίτα ηγετών, όπως περίμενα. Μερικές νέες κοπέλες συνοδοί εδάφους, λευκές , μεσογειακής καταγωγής, που φορούσαν μία σκούρα μίνι φούστα και αυτές τις διάτρητες μαύρες κάλτσες με σχέδια που σε κάνουν θέλεις δε θέλεις να προσέξεις την θηλυκή τους ύπαρξη έδιναν οδηγίες στους ταξιδιώτες. Το περπάτημα τους είχε μία σοσιαλιστική έπαρση.

Ο Μαρκ βγήκε αμέσως έξω γιατί είχε μόνο μια μικρή χειραποσκευή ενώ εγώ περίμενα να παραλάβω την βαλίτσα μου. Άργησα 45 λεπτά και νόμιζα ότι θα είχε φύγει αλλά με περίμενε. Είχε αλλάξει μετατρέψιμα πέσος για το ταξί και έτρεξε προς τα πάνω μου “Ελα μου λέει να σου γνωρίσω έναν Έλληνα που θέλει και αυτός να μοιραστεί το ταξί μαζί μας”. Ο Έλληνας ήταν ο Μιχάλης Κανάρης από το Brisbaine της Αυστραλίας,, και οι δύο γονείς του ήταν από το Καστελόριζο, μιλούσε άπταιστα ελληνικά χωρίς όμως να έχει έρθει ποτέ στην Ελλάδα. Τα μαλλιά του ήταν μακριά με ράστα, κάτι σαν σκοινάκια και θύμιζε όπως και το όνομα του αγωνιστή του 1821. Είχε έρθει στην Αβάνα με άλλη πτήση αλλά δεν τον άφηναν να μπει στην χώρα εξαιτίας της χίπικης εμφάνισης του. Έπρεπε να δηλώσει μουσικός σε ορχήστρα και να τους βγάλει την τρομπέτα του από τις αποσκευές του για να τον αφήσουν να περάσει.

Έτσι βρεθήκαμε σε ένα ταξί στο δρόμο για το κέντρο της Αβάνας, ένας νέος καλοντυμένος κουβανός μαύρος που οδηγούσε το κρατικό ταξί, ένας σωσίας του Hemingway, ένας ώριμος Ελληνοαυστραλός χίπης με την τρομπέτα του και εγώ. Ο Μιχάλης παρά την εμφάνιση του ήταν πιο οργανωμένος από εμάς τους δύο και είχε κλείσει ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο με 20 ευρώ την βραδιά σε ένα σπίτι στο κέντρο. Διασχίσαμε όλη την πόλη και ψάχναμε ρωτώντας την casa particular, έτσι λένε τα σπίτια που επιτρέπεται με ειδική άδεια να νοικιάζουν δωμάτια στην Κούβα. Στο κέντρο της Αβάνας η ατμόσφαιρα που αντικρίζει ο ξένος είναι συναρπαστική. Παλιά κτήρια του 18ου αιώνα σε στυλ μπαρόκ, νεοκλασικά κτήρια του 19ου αιώνα, κτήρια Αρτ Ντεκό όλα μαζί σε μία άνευ προηγουμένου μύξη αρχιτεκτονικών μορφών κοσμούσαν μέσα στην ερειπωμένη ομορφιά τους το κέντρο της Αβάνας.

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν επί τέλους βρήκαμε την casa particular του Μιχάλη. Οι δρόμοι στην γειτονιά ήταν σχεδόν άδειοι, παρκαρισμένα αυτοκίνητα δεν υπήρχαν, δύο τρίκυκλα ποδήλατα ταξί ήταν σταματημένα στην γωνία του δρόμου. Που και που περνούσε κανένα αμερικάνικο αυτοκίνητο αντίκα της δεκαετίας 1950- 60 από τα χιλιάδες που κυκλοφορούν ακόμα και σήμερα στην Κούβα. Μια νέα κοπέλα νοτιοευρωπαϊκής εμφάνισης πιθανόν ιδιοκτήτρια της casa particular ήρθε να συναντήσει τον Μιχάλη να του δείξει το δωμάτιο του. Είχαμε όλοι βγει από το αυτοκίνητο και κουβεντιάζαμε, ένας πλανόδιος πωλητής πούλαγε ΄πλάτα΄ αυτές τις σκληρές πράσινες μπανάνες που μαγειρεύουν τηγανιτές σαν τις δικές μας τηγανιτές πατάτες, μία μαύρη γριούλα είχε βγει στο μπαλκόνι στο δεύτερο όροφο ενός σπιτιού και παρακολουθούσε ανάμεσα στις γλάστρες της εμάς τους περίεργους ξένους, στην απέναντι πλευρά του δρόμου ένας νέγρος άπλωνε τα ρούχα του σε δύο βέργες που είχε κρεμάσει έξω από το παράθυρο του. Διάφοροι μαύροι και μουλάτοι της γειτονιάς μας μάς είχαν πλησιάσει, μιλούσαν στον οδηγό και μας περιεργάζονταν.

Τα πανέμορφα σπίτια τριγύρω μας ήταν ερείπια, οι σοβάδες κινδύνευαν να πέσουν, οι μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα δεν είχαν τζάμια, τα σίδερα στήριξης στα μπαλκόνια ήταν τόσο σκουριασμένα που απορούσα πως δεν έπεφταν στα κεφάλια μας. Περιμέναμε τον Μιχάλη να τακτοποιηθεί στο νέο του δωμάτιο και νάρθει να μας αποχαιρετήσει. Είχε πέσει νύχτα, ο φωτισμός ήταν ελάχιστος, το σκηνικό τριτοκοσμικό. Αν ήμασταν σε μια τέτοια φτωχογειτονιά σε κάποια άλλη χώρα της Καραϊβικής θα κινδυνεύαμε. Ήμασταν όμως στην Κούβα, το βλέμμα όλων γύρω μας είχε κάτι το ήσυχο, δεν έβγαζε ίχνος επιθετικότητας. Ίσως είναι ο φόβος της καταστολής, ίσως οι καρποί της σοσιαλιστικής παιδείας, αλλά η υποψία της απειλής φαίνεται να είναι άγνωστο συναίσθημα στην Κούβα που γνωρίσαμε .

Χαιρετίσαμε τον Μιχάλη και δώσαμε ραντεβού να φάμε και οι τρεις παρέα το βράδυ στο εστιατόριο Los Nardos που μας πρότεινε ο οδηγός, απέναντι από το Καπιτώλιο. Ο... Hemingway και εγώ συνεχίσαμε με το ταξί προς αναζήτηση καταλύματος. Το ξενοδοχείο που μας έφερε ο οδηγός με το ταξί ήταν πάνω στην παραδοσιακή παραλιακή λεωφόρο της Αβάνας, την Μαλεκόν (φωτογραφία 11η σελίδα). Το κτήριο ήταν της δεκαετίας του 1970, είχε 14 ορόφους, πεπαλαιωμένες εγκαταστάσεις αλλά τα δωμάτια είχαν καταπληκτική θέα στην θάλασσα. Τα δωμάτια που μας έδωσαν ήταν στον τέταρτο όροφο και το ασανσέρ ήταν χαλασμένο, όπως μάθαμε, τρεις μήνες τώρα. Αφού κάναμε το σχετικό τεστ κοπώσεως ανεβαίνοντας με την σκάλα αφήσαμε τα πράγματα και τρέξαμε πεινασμένοι για το Los Nardos. Το εστιατόριο ήταν στο δεύτερο όροφο ενός παραδοσιακού κτηρίου, κάτω σε ολόκληρο το τετράγωνο υπήρχε μία αποικιακού ρυθμού στοά με καμάρες. Μια μεγάλη ουρά τριάντα τουλάχιστον ατόμων, στην πλειοψηφία ζευγάρια κουβανοί, περίμενε στο σκεπαστό αυτό πεζοδρόμιο για να μπει στο εστιατόριο. Περιμέναμε και εμείς υπομονετικά. Ανεβήκαμε μία στενή ίσια σκάλα από αυτές που συχνά συναντάμε στα αποικιακά σπίτια της Αβάνας και βρεθήκαμε να περιμένουμε πάλι αυτήν τη φορά καθιστοί σε κάτι καταπληκτικές δερμάτινες πολυθρόνες εποχής. Το εστιατόριο είχε έπιπλα αντίκες παντού και κάδρα ζωγραφικής αξίας στους τοίχους. Σίγουρα ήταν κάποιο παλιό αρχοντικό εποχής και το μετέτρεψαν σε εστιατόριο χωρίς σοβαρές διακοσμητικές επεμβάσεις. Φάγαμε ένα εξαιρετικό τεράστιο φρέσκο ψάρι της Καραϊβικής με μόλις δώδεκα ευρώ. Ο Μιχάλης τελικά δεν φάνηκε, όπως μάθαμε την άλλη μέρα είχε έρθει αλλά δεν τον άφησαν να μπει λόγω της χίπικης εμφάνισης του.
Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο αργά την νύχτα περπατώντας δίπλα στο κύμα, στην προκυμαία της Μαλεκόν. Η πρώτη γνωριμία με την Αβάνα ήταν συναρπαστική.

(συνεχίζεται)


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 1 Μαΐου 2014, αρ. φύλλου 738


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ