1.9.14

Πολιτικό μνημόσυνο για δύο Καστοριανούς





Το Σάββατο 26 Απριλίου 2014 πραγματοποιήθηκε στο δημαρχείο εκδήλωση στην μνήμη των αδελφών Παπακώστα, Περδίκκα και Μανιού. Στην εκδήλωση παρευρέθηκε πλήθος κόσμου, συναγωνιστές των αδελφών Παπακώστα, μεταξύ αυτών ο δήμαρχος Εμ. Χατζησυμεωνίδης και ο βουλευτής Καστοριάς Ευαγ. Διαμαντόπουλος και παλιοί υποψήφιοι του ΣυΡιζΑ. Στην εκδήλωση μεταξύ των άλλων μίλησαν: η Χρυσούλα Πατρώνου-Παπατέρπου, ο Θανάσης Μπατσόπουλος, ο Δημήτρης Ψυχογιός, ο Νίκος Παράσχος, ενώ διαβάστηκε και μήνυμα του Λάζαρου Μπούτη. Μετά το τέλος της εκδήλωσης, παρατέθηκε δεξίωση στον ίδιο χώρο. Ακουλουθεί η ομιλία του κ. Δημ. Ψυχογιού:

* * *

ΛΕΓΟΜΑΙ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ, γεννήθηκα στα Λεχαινά Ηλείας, κωμόπολη στη μέση περίπου της διαδρομής μεταξύ Πάτρας-Πύργου, κοντά στο λιμάνι της Κυλλήννης, από όπου φεύγουν τα φέρι-μποτ για τη Ζάκυνθο και την Κεφαλλονιά, ίσως αυτό το υποχρεωτικό πέρασμα το γνωρίζετε, όσοι έχετε πάει στα νησιά αυτά. Εμείς οι Νότιοι, οι «χαμουτζήδες» όπως του άρεσε του Περδίκκα να μας αποκαλεί, και ιδιαίτερα οι Πελοποννήσιοι, οι «κάτω από το αυλάκι» που καθόλου μα καθόλου δεν μας συμπαθούσε, δεν σας πολυκαταλαβαίνουμε εσάς τους Βορειοελλαδίτες, όπως δεν μας καταλαβαίνετε και εσείς.

Για μας, είναι πολύ πιο στέρεος ο κόσμος, οι μεγάλες ανακατατάξεις έληξαν πριν 150 χρόνια περίπου, στη διάρκεια του 19ου αιώνα και ήσαν μικρής κλίμακας, στο εσωτερικό της παλιάς Ελλάδας γίνονται οι μετακινήσεις: Πελοπόννησος, Κυκλάδες, Επτάνησα, Στερεά ανταλλάσσουν πληθυσμούς μεταξύ τους. Τα γενεαλογικά μας δέντρα είναι φτωχά, στη δική μου περίπτωση, ας πούμε, από τη μεριά του πατέρα μου όλο το σόι είναι από την περιοχή των Λεχαινών, μια αδελφή του παππού μου παντρεύτηκε στην Κεφαλονιά, από τη μεριά της μητέρας μου, κάποιος προ - προπάππος καταγόταν από τη Μάνη, ως εκεί φθάνουμε. Και τα γλωσσικά ή εθνοτικά, αν θέλετε, είναι εξαιρετικά απλά: ελληνόφωνοι και αλβανόφωνοι. Η Αθήνα φυσικά αποτελεί εξαίρεση στη σταθερότητα της Νότιας Ελλάδας, είναι χωνευτήρι Ελλήνων από όλα τα μέρη του κόσμου.

Το σόι του Περδίκκα θυμίζει μυθιστόρημα του Νίκου Θέμελη: ο πατέρας του γεννήθηκε στην Κωστάντζα όπου είχε παντρευτεί η Καστοριανή γιαγιά του Θωμαή και μετά τον θάνατο του αντρός της ξαναγύρισε στην πατρίδα της. Από την πλευρά αυτή, ο Περδίκκας έχει συγγενείς στη Ρουμανία φυσικά αλλά και στην Αμερική, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Τουρκία. Από την πλευρά της μητέρας του, ο παππούς είναι από το γειτονικό αλλά σλαβόφωνο Βαψώρι (Ποιμενικό λέγεται σήμερα) η γιαγιά κρατάει από το σόι του Ρήγα Φεραίου, τους Βλάχους της Θεσσαλίας δηλαδή. Όταν γεννιέται ο Περδίκκας στην Καστοριά υπάρχουν έλληνες, εβραίοι, σλαβόφωνοι, βλάχοι, πρόσφυγες από την Ιωνία και τον Πόντο, δύο δεκαετίες πριν υπήρχαν ακόμη και Τούρκοι. Η Μακεδονία είναι πολύ πιο πολύπλοκη από την Πελοπόννησο -και ενώ η αύξηση της πολυπλοκότητας είναι το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της ζωής, όπως αναφέρει και ο ίδιος στην εισαγωγή του βιβλίου του, όταν αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις μπορεί να γίνει και δύναμη καταστροφής, αυτό είναι το πρόβλημα.

Με μύησε στα βορειοελλαδίτικα, λοιπόν ο Περδίκκας, όταν τον γνώρισα μαζί με την αγαπημένη του Ντένια στο Παρίσι πριν 44 ακριβώς χρόνια. Με μύησε στα δύσκολα και πολύπλοκα μακεδονικά προβλήματα που ακόμα άλυτα μένουν. Από αυτόν έμαθα για τη ΣΝΟΦ, τη ΝΟΦ, τον ρόλο που έπαιξαν στην Κατοχή και στον Εμφύλιο οι εθνοτικές διαφορές, τον ρόλο του Τίτο, τις θέσεις των Βουλγάρων, τις αποφάσεις του ΚΚΕ. Από αυτόν πρωτοέμαθα για την απαγόρευση χρήσης της σλαβομακεδονικής γλώσσας επί Μεταξά, πως ούτε τα τραγούδια τους δεν επιτρεπόταν να τραγουδήσουν στους γάμους και οι χωροφύλακες (χαμουτζήδες και κρητικοί συνήθως) επέβαλαν με τη βία την απαγόρευση. Είχα μείνει κατάπληκτος, μου φαινόταν αδιανόητο - ώσπου έμαθα πριν λίγα μόλις χρόνια ότι και στα αρβανιτοχώρια της Κορινθίας, που ακόμη και σήμερα υπάρχουν γιαγιάδες και παππούδες που μιλάνε αρβανίτικα, στην καρδιά δηλαδή του «πελοποννησιακού κράτους» όπως το έλεγε το ελληνικό κράτος περιφρονητικά ο Περδίκκας - ότι και εκεί επί Μεταξά οι χωροφύλακες καραδοκούσαν να συλλάβουν όποιον μιλούσε αρβανίτικα σε δημόσιο χώρο. Ίσως να υπάρχουν κάποια πολύ βαθιά προβλήματα στη χώρα μας που ξεπερνούν τις διαφορές Βορρά-Νότου.

Ο Περδίκκας αντιμετώπιζε τα ζητήματα αυτά με βάση τις αρχές του. Ήταν αριστερός, μαρξιστής και «κομμουνιστής χωρίς κόμμα», έλεγε. Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν τέτοιοι κομμουνιστές. Όμως ήταν κυρίως βαθιά ανθρωπιστής, αισιόδοξος και φιλόσοφος-με την αρχαία έννοια της λέξης: την αγάπη για τη γνώση. Πίστευε στην αλληλεγγύη των ανθρώπων, στην ελευθερία, στην ειρήνη στη συνύπαρξη και όσμωση λαών και πολιτισμών. Το διεθνές καστοριανό εμπόριο της γούνας, γράφει στο βιβλίο του, έγινε δυνατό γιατί συνδυάστηκαν οι τεχνικές γνώσεις των ντόπιων με το εμπορικό δαιμόνιο των εβραίων που εγκαταστάθηκαν εδώ κατά τον 16ο αιώνα - και εξαφανίστηκαν με το ναζιστικό Ολοκαύτωμα, σε συνθήκες που μάλλον δεν μας τιμούν όλους τους χριστιανούς. Για τούτο και ήταν ενάντια στους εθνικισμούς, τον ελληνικό ή τον σλαβομακεδονικό, που βασάνιζαν την αγαπημένη του πατρίδα. Για τούτο και αναφέρεται στο βιβλίο του στη νοστιμότατη γαλλική macedoine, τη μακεδονική σαλάτα είτε των φρούτων είτε των λαχανικών. Έτσι ήταν η πατρίδα μου, όμορφη και νόστιμη, πιστεύει, πριν οι εθνικισμοί σπείρουν μίσος και χωρίσουν τις εθνότητες με αίμα.

Επειδή ήταν και αριστερός, πίστευε πως για όλα αυτά τα κακά, το μίσος και τις διαιρέσεις, φταίνε το κεφάλαιο και οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ο λαός ήταν για αυτόν εκ φύσεως καλός, όπως και τα κόμματα και τα συνδικάτα που τον εκφράζουν, θέλουν την πρόοδο και την προκοπή. Σε αυτή την πίστη του έμεινε σταθερός ως το τέλος της ζωής του - και ας την είχε πληρώσει ακριβά: σε δύο από τα μεγάλα σχέδιά του, στη σύγκρουση με το ιδιωτικό κεφάλαιο στην εταιρεία ΕΒΕΠΥ και με τον κρατικό μηχανισμό στη ΧΡΩΠΕΙ, απέτυχε επειδή αποδείχθηκε πως αυτοί που πίστευε πως λειτουργούσαν με τις δικές του αρχές στην πραγματικότητα ενδιαφέρονταν μόνο για το προσωπικό ή κομματικό τους συμφέρον. Αν όλοι οι άνθρωποι, ή έστω αρκετοί, ήσαν σαν τον Περδίκκα (και την Ντένια) ο αντιγραφειοκρατικός, ουμανιστικός σοσιαλισμός που ονειρευόταν θα ήταν εύκολο να εγκαθιδρυθεί. Αλλά οι άνθρωποι δεν είμαστε τέτοιοι.

Με μύησε και στα οικογενειακά της Αριστεράς ο Περδίκκας, της κομμουνιστικής Αριστεράς. Εγώ ήμουν θεωρητικός αριστερός, των βιβλίων, ας πούμε. Αυτός ήξερε την ελληνική κομμουνιστική Αριστερά από πρώτο χέρι, από τις αφηγήσεις ανθρώπων που είχαν ζήσει στο πετσί τους τα λάθη, τις προδοσίες, τις αντεκδικήσεις, τα εγκλήματα που είχαν διεξαχθεί στο εσωτερικό της. Για τις δολοφονίες από τον Νίκο Ζαχαριάδη του Γιαννούλη, του καπετάνιου του ΔΣΕ που εκτιμούσε απεριόριστα και του Καραγιώργη, του διευθυντή του Ριζοσπάστη από αυτόν πρωτάκουσα. Για τις τραγικές ιστορίες της Τασκένδης, του Μπούλκες, των κομματικών εκκαθαρίσεων, ομοίως. Το προσωπικό και κομματικό δράμα του Βαφειάδη που εκτελέστηκε και οι σύντροφοί του τον αποκαλούσε χαφιέ, την εκτίμηση ότι ο Γρηγόρης Φαράκος στάλθηκε από τον τότε γραμματέα του ΚΚΕ Κώστα Κολιγιάννη επί δικτατορίας στην Ελλάδα επίτηδες για να συλληφθεί γιατί κούτσαινε και ήταν εύκολο να αναγνωριστεί, αυτός μου τα είχε αναφέρει.

Τότε που τον γνώρισα, το 1970, αν δεν ήξερες αυτά τα «οικογενειακά δράματα» της κομμουνιστικής Αριστεράς, δεν μπορούσες να καταλάβεις τις πολιτικές διαφορές, γιατί το τάδε στέλεχος ήταν με τους «παρτσαλιδικούς» και το άλλο με τους «κολιγιαννικούς». Αυτά όμως τα δράματα δεν τον εμπόδισαν να μείνει στο στρατόπεδο που ανήκε από παιδί: έγινε αριστερός ακούγοντας μαθητής δημοτικού τον ραδιοσταθμό της «Ελεύθερης Ελλάδας», μας λέει στο πολύτιμο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Η ζωή… με λόγια». Αλλά με τις προσωπικές του απόψεις πάντα, για τούτο και υπέγραφε ως «Ατομική συνιστώσα του ΣυΡιζΑ» στα άρθρα που δημοσίευε στην καστοριανή εφημερίδα «ΟΔΟΣ» - από το δικαίωμα της ιδιαιτερότητάς του, δεν παραιτιόταν ο Περδίκκας με τίποτα.

Με μύησε και στην τραγωδία του εμφύλιου. Λόγω διαφοράς ηλικίας, εγώ γεννήθηκα το 1948 και ο Περδίκκας το 1936, δεν είχα βιώματα από αυτήν την τραγική περίοδο. Εγώ είχα απλώς συμμαθητές ορφανούς, οι πατεράδες τους είχαν σκοτωθεί κατά τη μεγάλη επίθεση του Δημοκρατικού Στρατού στα Λεχαινά τον Ιούνιο του 1948. Κανένα άλλο προσωπικό βίωμα. Αυτός, αρκούσε να βγεί από το σπίτι του στο Απόζαρι για να δει τους καπνούς της μάχης στο Βίτσι που βρισκόταν ακριβώς απέναντι.

Ακόμη, η Καστοριά είχε γίνει φρούριο του Εθνικού Στρατού εκείνη την περίοδο, από εδώ περνούσαν τραυματισμένοι φαντάροι ή αιχμάλωτοι της άλλης πλευράς, εδώ τα πολιτικά μίση, οι εθνοτικές διαφορές, οι προσωπικές ή οικογενειακές διαφορές βάφτηκαν με αίμα. Η Βόρεια Ελλάδα, και ιδιαίτερα η δική σας περιοχή ανάμεσα στον Γράμμο και το Βίτσι, ήταν ο τόπος που εκτυλίχθηκε το μεγάλο μας δράμα, ο εμφύλιος πόλεμος. Σε μας του Νότιους, μόνο τα απόνερα αυτής της τραγικής σύγκρουσης έφταναν - και για τούτο, μου φαίνεται, ο Περδίκκας εντάχθηκε στο ΚΚΕ εσωτερικού, το κόμμα που ήθελε να ξεπεράσει την τραγωδία του εμφύλιου. Γιατί την είχε ζήσει στο πετσί του στα τρυφερά παιδικά του χρόνια και ήθελε να μην ξαναζήσει τέτοια κατάσταση.

Φυσικά ως φοιτητής συντάχθηκε με την ΕΔΑ, αυτονόητο είναι πως έλαβε ενεργότατο μέρος στην αντίσταση κατά της χούντας, αρχικά μέσα από το ΠΑΜ μετά μέσα από το «Κίνημα 20ης Οκτώβρη», τη μικρή «δυναμική» αντιστασιακή οργάνωση, όπου ήμασταν σύντροφοι. Μετά το μεταπολίτευση αυτός πήγε στο ΚΚΕ εσωτερικού, εγώ στη Σοσιαλιστική Πορεία, η Ντένια μάλλον σοφότερη πολιτικά, στο ΠαΣοΚ. Μας ένωσε ξανά η «Συμμαχία των Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων» του 1977, υποψήφιος αυτός στην Καστοριά, εγώ στην Ηλεία. Χωρίς καμιά προοπτική να εκλεγούμε, φυσικά - για να μεταδώσει τον λόγο τον καλό της ανανεωτικής Αριστεράς ήρθε στην Καστοριά, την πολυαγαπημένη του πατρίδα. «Παρά λίγο θα την γέμιζες την πλατεία», του είχε πει ο αδελφός του Μανιός, για το μικρό, 3x4 μέτρα γράφει στο βιβλίο του (σελ. 42), προαύλιο του Αγίου Λουκά, της εκκλησίας της γειτονιάς τους. Ξαναβρεθήκαμε στην ΕΑΡ, αλλά δεν μείναμε πολύ εκεί ούτε αυτός ούτε εγώ. Πρώτα ο Περδίκκας μετά εγώ αποχωρήσαμε. Αυτός επειδή ήταν κατά της συγκυβέρνησης με τη ΝΔ, εγώ επειδή δεν μου άρεσε ο συγχρωτισμός με το ΚΚΕ που ξεκίνησε με τον πρώτο Συνασπισμό.

Αλλά ο Περδίκκας δεν ήταν μόνο αριστερός και ανθρωπιστής: ήταν και άνθρωπος των θετικών επιστημών, ορθολογικός• πίστευε στην τεχνολογία, λάτρευε τη γνώση και τις επιστήμες και πρωτίστως τη δική του, τη χημεία. Ήθελε τις επιστήμες δύναμη πολιτιστική, που μας πλουτίζει τη γνώση για τον κόσμο δηλαδή, αλλά και δύναμη παραγωγική, οικονομικής ανάπτυξης - που για εκείνον σήμαινε ευημερία των ανθρώπων και καλύτερη ποιότητα ζωής. Θυμάμαι το παράπονό του για το πετροχημικό εργοστάσιο που «σκούριαζε μέσα στα κιβώτια», το έλεγε και το ξανάλεγε για να δείξει τον ανορθολογισμό του ελληνικού κράτους και να καταγγείλει τα ανταγωνιστικά συμφέροντα που δεν το ήθελαν. Είχε αγοραστεί από τη Βρετανία «με το κλειδί στο χέρι» μετά τη μεταπολίτευση αλλά δεν έφθασε ποτέ στην Ελλάδα να εγκατασταθεί γιατί διαμαρτύρονταν οι οικολόγοι της περιοχής Αστακού, στην Ακαρνανία, όπου θα το έστηναν. Πουλήθηκε τελικά για σκραπ σίδερο, μια από τις πολλές ανορθολογικές πράξεις του κράτους μας, των πολιτικών δηλαδή, που μας έφεραν εδώ που βρισκόμαστε σήμερα. Και όπου υπάρχει ανορθολογισμός στο κράτος, σίγουρα υπάρχει ιδιοτελές συμφέρον.

Δούλεψε και διηύθυνε πολλές βιομηχανίες κρατικές και ιδιωτικές. Κατά τη δεκαετία του 1980 έσωσε την προβληματική κρατική φαρμακευτική επιχείρηση ΕλΒιοΝΥ. Έφθασε να αναλάβει και την κορυφαία χημική και φαρμακευτική βιομηχανία μας ΧρωΠει όταν πια κατέρρεε. Προσπάθησε (με τη Ντένια μαζί) να την σώσει και αυτή κατά τη δεκαετία του 1990. Όμως η σκληρή πραγματικότητα –η ανθρώπινη, επιχειρηματική και πολιτική πραγματικότητα– αρνιόταν να υποταχθεί στα σχέδιά του. Σχέδια που πήγαζαν από τον θαυμασμό του για τον Δημήτρη Μπάτση, τον οικονομολόγο που εκτελέστηκε μαζί με τον Μπελογιάννη. Όπως εκείνος πίστευε βαθιά και ο Περδίκκας στην ανάγκη να αποκτήσει η χώρα βιομηχανική παραγωγική δομή με τον παλιό καλό τρόπο: κρατική παρέμβαση και προγραμματισμό. Αλλά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, της κυριαρχίας των αγορών, της συμμετοχής στην ανοιχτή οικονομικά Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτά έκαναν τον Περδίκκα να μοιάζει με Δον Κιχώτη, ιππότη άλλης εποχής με τον Μπάτση ως Δουλτσινέα. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο ήρωας του Θερβάντες δεν έχει μείνει στην ιστορία επειδή απέτυχε να αναβιώσει ο ιπποτισμός αλλά γιατί είχε ευγενική ψυχή και ήταν γενναίος.

Έκλεισε τη σταδιοδρομία του προσφέροντας στον δήμο Μοσχάτου τα αναμφισβήτητα ακόμα και από τους εχθρούς του (και για τούτο επίφοβα) προσόντα του μάνατζερ, του οργανωτικού και αποτελεσματικού τεχνοκράτη. Και, δυστυχώς, έδωσε την τελευταία μάχη υπέρ της ζωής μέσα σε διαλυμένο ανοργάνωτο, αναποτελεσματικό δημόσιο νοσοκομείο όπου έμεινε, σε κρίσιμη κατάσταση, για 15 ημέρες σε κρεβάτι στον διάδρομο.

Όπως προείπα, δεν πολυκαταλαβαινόμαστε βόρειοι και νότιοι, για τούτο δεν μας χώνευε με τίποτα τους Μωραΐτες ο Περδίκκας. Ήταν τελικά «πελοποννησιακότερος από τους πελοποννήσιους» αναφέρει με θυμό και πίκρα για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στο βιβλίο του (σελ. 229). Και μετανιώνει που είχε χαρεί και γιορτάσει την πρωθυπουργοποίησή του, επειδή επιτέλους Μακεδόνας γινόταν πρωθυπουργός. Οι Καστοριανοί ήμασταν ελευθερόφρονες, χωρίς πολλά ταμπού γράφει αλλού, ώσπου ήρθαν οι πουριτανοί Πελοποννήσιοι. Εμένα μου είχε συγχωρήσει ότι ήμουν Πελοποννήσιος: «βγαίνει καμιά φορά και κα’να καλός κάτω από το Αυλάκι», έλεγε με το συνηθισμένο προβοκατόρικο ύφος του. Για τούτο γίναμε και κουμπάροι και βάφτισαν με τη Ντένια την κόρη μου τη Διονυσία - αλλά δεν είμαι και σίγουρος, μπορεί απλώς να με ανεχόταν επειδή ήμουν πατέρας της, την είχε νταχταρίσει από μικρή και την αγαπούσε - όσο αγαπούσε και τον Γιώργο και τα άλλα βαφτιστήρια που είχε. Σίγουρα όμως δεν μου συγχώρησε ποτέ το ότι πήγα να δουλέψω στο Βήμα. Το «Συγκρότημα Λαμπράκη» ήταν για αυτόν μία από τις ενσαρκώσεις του κακού, ενώ αντιθέτως η Ελευθεροτυπία, κυρίως, και εν μέρει η Αυγή ήσαν οι ενσαρκώσεις του καλού. Με στενοχωρούσε ο μανιχαϊσμός του - αλλά μπορούσες να αλλάξεις τα μυαλά του Περδίκκα; Δεν μπορούσες, με τίποτα, οι παιδικοί του φίλοι το ξέρουν πολύ καλύτερα από εμένα αυτό. Και η Ντένια, φυσικά.

Τι περιμένεις από άνθρωπο που έπαιρνε κάθε χρόνο διαγωγή «κοσμία» στο γυμνάσιο και στην τελευταία τάξη τού έβαλαν χαριστικά «κοσμιωτάτη» επειδή ήταν άσος στα μαθηματικά και με κοσμία δεν θα μπορούσε να σπουδάσει; Τι περιμένεις από άνθρωπο που ψάρευε με χειροβομβίδες, αγόραζε από παιδί την Αυγή, ήταν σπουδαίος ποδοσφαιριστής στον «Άρη» της αγαπημένης του Καστοριάς, άκουγε «Ελεύθερη Ελλάδα» και ταυτόχρονα ήταν πρόσκοπος, ήταν καλός μαθητής και ταυτόχρονα δεξιοτέχνης στις αντιγραφές, πήγαινε σε μπουρδέλα και ήταν ερωτευμένος με τουλάχιστον δύο συμμαθήτριες του - ώσπου να συναντήσει πολλές αγάπες σε συσκευασία μιας, τη Ντένια; Από άνθρωπο που γράφει μετά 50 χρόνια γάμου «από το καθεστώς Καραμανλή έπεσα στο καθεστώς του γάμου, μικρή η διαφορά;»

Από τέτοιο άνθρωπο περιμένεις να είναι ο εαυτός του, να μην προσποιείται, να μην υποχωρεί, να νοσταλγεί πάντα τη γειτονιά του, το Απόζαρι, να διατηρεί πάντα το χιούμορ του, να είναι πιστός στους φίλους του και σε όσους αγαπά, να γράφει και να λέει πεισματικά «να με πεις» και «να σε κάνω» για να δηλώνει πως ποτέ δεν προσχώρησε στον Νότο και ας ήταν μισό αιώνα Αθηναίος.
Από τέτοιο πεισματάρη άνθρωπο περιμένεις να είναι καβγατζής - δεν υπήρχε γλυκύτερος καβγατζής από τον Περδίκκα. Πάντα με το ζωνάρι λυμένο για πολιτικό ή φιλοσοφικό καβγά, να εκθέτει τα προβοκατόρικα επιχειρήματά του με τραγουδιστή βορειοελλαδίτική προφορά. Και να διαλύει την ένταση στο τέλος με καλαμπούρια - αφού είχε πετύχει τον στόχο του με τις λεκτικές προβοκάτσιες, να σε κάνει να ξανασκεφθείς τις απόψεις σου.

Από τέτοιο άνθρωπο που αγαπά και θεραπεύει τον ορθό λόγο, που είναι άθεος από παιδί, περιμένεις να μην υποκύψει σε μεταφυσικούς φόβους και να ζητήσει να του γίνει πολιτική κηδεία. Τον αποχαιρετήσαμε εκεί παλιοί και νεότεροι φίλοι και σύντροφοι με καστοριανό τσίπουρο που παρήγγειλε η Ντένια και μας έφερε ο Περικλής, το ίδιο θα μας κέρναγε και αυτός αν είχε τη χαρά να οργανώσει ζωντανός την κηδεία του. Θα του άρεσε κάτι τέτοιο, θα είχαμε και εμείς την ευκαιρία να του πούμε πόσο τον αγαπούσαμε - τι νόημα έχει να το λέμε μετά, όταν δεν μπορεί να το ακούσει;
Αλλά, από κάποια άποψη, ευτυχώς που δεν τα ακούει αυτά ο αγαπημένος μας Περδίκκας. Το γεγονός ότι πελοποννήσιος χαμουτζής, έστω και κουμπάρος του, αρθρογράφος του Βήματος, μεταρρυθμιστής πια και όχι επαναστάτης, βρίσκεται στην Καστοριά και του εκφωνεί πολιτικό επικήδειο, θα του ακύρωνε όλες τις προβοκάτσιες, όλα τα καλαμπούρια που θα ήθελε να εκφωνήσει.

Μπορεί όμως και κάτι να έβρισκε, να ανατρέψει την κατάσταση υπέρ αυτού, ήταν μοναδικός να κάνει κάτι τέτοια. Όμως έχει γίνει κόκκινη τριανταφυλλιά στον χώρο που γεννήθηκε. Ας ευχηθούμε να βγάζει κάθε χρόνο κόκκινα μυρωδάτα και θαλερά τριαντάφυλλα, να ευωδιάζουν την Καστοριά. Και να είμαστε και εμείς καλά, να τον θυμόμαστε και να γινόμαστε πιο αισιόδοξοι για το μέλλον της χώρας και της ανθρωπότητας. Γιατί ο Περδίκκας ήταν απολύτως βέβαιος ότι τελικά το δίκιο, το λογικό, το σωστό, η δικαιοσύνη, η ισότητα, η αλληλεγγύη θα επικρατήσουν.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 22 Μαΐου 2014, αρ. φύλλου 741.


Σχετικά:


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ