21.4.14

ΟΔΟΣ: H αντίληψη του ιστορικού και πνευματικού βάθους


ΟΔΟΣ 5.12.2014 | 718

Με απροσδιόριστες -ανυπολόγιστες ίσως- συνέπειες για το (ούτως ή άλλως) αδιευκρίνιστο μέλλον του μνημειακού πλούτου της Καστοριάς, για το οποίο όχι μόνο δεν διαγράφεται προοπτική ανάδειξής του, αλλά κινδυνεύει άμεσα και όσο ποτέ άλλοτε, κατέρρευσε (και) στο δικαστικό επίπεδο, βαριά η αυλαία της κλοπής των τοιχογραφιών από τον «καλό οντά» του διατηρητέου αρχοντικού  της εβραϊκής οικογένειας της Καστοριάς «Σομαλιά». Το ακίνητο, από πολλές δεκαετίες, ανήκει πλέον εξ ημισείας σε άλλους ιδιοκτήτες (συμπολίτες).

Για πρώτη φορά στην Καστοριά και στην Ελλάδα, η ύπαρξη του δωματίου και οι αριστουργηματικές τοιχογραφίες, έρχονται στο φως της δημοσιότητας στις 13 Φεβρουαρίου 2003 στο φύλλο της ΟΔΟΥ αρ. 204, με τίτλο «Το καλό δωμάτιο».

Με αλλεπάλληλα αφιερώματα η ΟΔΟΣ είχε αναδείξει την καλλιτεχνική και ιστορική αξία τους και επισημαίνοντας άλλες τόσες φορές την επιτακτική ανάγκη καταγραφής του μνημείου ως διατηρητέου και των τοιχογραφιών ως μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης, υπό την προστασία του δήμου Καστοριάς και του υπουργείου Πολιτισμού, που μέχρι τότε αγνοούσαν την ύπαρξή τους. Οι φόβοι της εφημερίδας για κλοπή, αν δεν τύχουν άμεσης επίσημης καταγραφής, προστασίας και ανάδειξης από την Πολιτεία,  δυστυχώς επαληθεύτηκαν λίγους μόνο μήνες μετά το πρώτο δημοσίευμα.

Στο φύλλο 248 της 26ης Ιανουαρίου 2004 υπό τον τίτλο «Αυλαία» δημοσιοποιείται η αποτοίχιση / κλοπή της τοιχογραφίας, η οποία έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 2003, και τέλος, στο φύλλο 296 της 24 Φεβρουαρίου 2005, με τίτλο «Encore!» ο εμπρησμός του αρχοντικού.





Ο ιδιώτης κατηγορούμενος για την πράξη της αποτοίχισης και κλοπής (κάτοικος Θεσσαλονίκης και τουλάχιστον φαινομενικά άσχετος με την Καστοριά) αρχικά κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε από το δικαστήριο για το σοβαρό αδίκημα (παράβαση του νόμου περί αρχαιοτήτων σε βαθμό κακουργήματος). Όπως ήταν αναμενόμενο άσκησε έφεση.

Ύστερα από πολυετή εκκρεμότητα και μετά από εντυπωσιακά πολλές αναβολές της εκδίκασης της υπόθεσης, με μια πορεία που η χρονική διάρκειά της, όπως και το περιεχόμενό της είχαν σαν επακόλουθα την ουσιαστική αποφόρτιση των αποδεικτικών στοιχείων, την απογοήτευση και απροθυμία των μαρτύρων αλλά και την αποδυνάμωση του κατηγορητηρίου, εν τέλει, μερικές ημέρες πριν, από το αρμόδιο Εφετείο στην Κοζάνη, η πράξη κρίθηκε ότι συνιστά... πλημμέλημα και έτσι, λόγω παρέλευσης του χρόνου, ότι το αδίκημα έχει παραγραφεί!

Ειδικά οι μάρτυρες απορημένοι από τις αμέτρητες φορές στις οποίες αναγκάσθηκαν να μεταβαίνουν στην Κοζάνη και να επιστρέφουν χωρίς να καταθέτουν, σταμάτησαν να ανταποκρίνονται σε κάτι που δεν αντιλαμβάνονταν και στο τέλος απώλεσαν την ελπίδα τους πως συμβάλλουν σε κάτι σπουδαίο και χρήσιμο για τον τόπο.

Κύκλοι, που όλα αυτά τα χρόνια παρακολούθησαν διακριτικά την εξέλιξη της δικαστικής υπόθεσης, προσέθεταν ότι η κατάληξη ήταν αναμενόμενη λόγω της τροπής της.

Συνεπώς για την τραγωδία και το έγκλημα των τοιχογραφιών και με τον πλέον αρμόδιο τρόπο δόθηκε το συμπέρασμα, ότι έγινε πολύ φασαρία, για το τίποτε. Ο συμβολισμός της εξέλιξης αυτής που σχετίζεται και με την αποτρεπτική αποστολή της απονεμόμενης δικαιοσύνης είναι κάτι από περισσότερο γλαφυρός.

Σε θεσμικό ή οργανωμένο επίπεδο, εκτός από τα πρώτα στάδια της υπόθεσης, όταν επί δημαρχίας κ. Δημ. Παπουλίδη καταβλήθηκαν πρωτοβουλίες να τεθεί η υπόθεση υπό την αιγίδα του Δήμου Καστοριάς στην συνέχεια ο Δήμος αδράνησε πλήρως.

Η πόλη για μια ακόμη φορά απέτυχε να προστατεύσει την λεηλατημένη πολιτιστική της κληρονομιά. Η παράλειψη αυτή, έχει ενδεχομένως την δική της συμβολή στην δυναμική των εξελίξεων. Δεν θα απαντηθεί ποτέ ούτε η απορία, αν η αδιαφορία είναι η μοναδική της εξήγηση.

Οι σπουδαίες τοιχογραφίες, που κοσμούσαν ένα από τα πιο παλιά και χαρακτηριστικά αρχοντικά της Καστοριάς, θεωρήθηκαν μεγάλης καλλιτεχνικής,  ιστορικής και οικονομικής αξίας (1 δισεκατομμύριο τότε δραχμές είχε υπολογίσει ο συλλέκτης-ιστορικός Γ. Γκολομπίας). Αυτός είναι και ο προφανής λόγος άλλωστε που εξηγεί την… κλοπή τους.

Ωστόσο, όλα αυτά δεν βάρυναν την ζυγαριά. Η κατάληξη της υπόθεσης, πολιτιστικής, ιστορικής αλλά και καλλιτεχνικής αξίας για την οποία από την αρχή είχαν εκφραστεί υπόνοιες ότι, υψηλά ιστάμενα κυκλώματα ενδιαφέρονταν για τα καθέκαστα, δείχνει να συμπαρασύρει και την αυλαία της ελπίδας για την έκθεση των τοιχογραφιών. Τουλάχιστον για τον λαό της Καστοριάς του οποίου αποτελούν ιστορικό κειμήλιο.

Το γεγονός ότι το διατηρητέο ανήκε για 1,5 περίπου αιώνα σε εβραϊκή οικογένεια, καθιστά και για το στοιχείο αυτό, ακόμη περισσότερο ενδιαφέρουσα την περίπτωση των τοιχογραφιών. Δεν παραγνωρίζεται βεβαίως, ότι το αρχοντικό ανήκε και σήμερα σε ιδιώτες ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι από τότε που το έφερε στο φως της δημοσιότητας η ΟΔΟΣ, δεν καταβλήθηκε ποτέ και από κανένα, καμιά προσπάθεια για την περιέλευση των τοιχογραφιών στον Δήμο Καστοριάς.

Η εξαφάνισή τους από προσώπου γης θα διαρκέσει προφανώς μέχρι την τυχόν επανεμφάνισή τους, απαλλαγμένες από το στίγμα της έστω παραγραφείσας κλοπής. Εντός ή εκτός Ελλάδος. Προφανώς σε κάποιο φημισμένο μουσείο, ή διάσημη συλλογή.

Εννοείται ότι η ίδια πικρή αυλαία, σκοτεινό πέπλο καλύτερα, έπεσε και στην τραγική συνέχεια των εγκληματικών ενεργειών και πιο ειδικά του εμπρησμού του θαυμάσιου αρχοντικού-διατηρητέου που κάθετα χωρισμένο ανήκει σε κληρονόμους σύγχρονων οικογενειών της πόλης, που όσο υπήρχε, πρόδιδε και την αρχαιότητα του ίδιου και των τοιχογραφιών. Και στεκόταν εμπόδιο στο «ξεκαθάρισμα».

Η δυσάρεστη εξέλιξη των τοιχογραφιών και του αρχοντικού συνδυάζεται αναπόφευκτα και με όλες τις παράλληλες υποθέσεις που εκκρεμούν στην δημοτική και δημόσια ζωή της Καστοριάς. Αφορούν την αγωνία για την διάσωση και ανάδειξη του ιστορικού πλούτου της Καστοριάς και την προστασία του, από καλά ή όχι καλά οργανωμένα κυκλώματα και δίκτυα. Εραστών της τέχνης, συλλεκτών, εμπόρων ή απλά αρχαιοκαπήλων.

Αλλά και την προστασία του ακόμη και ως παράπλευρες απώλειες, όπως της έλλειψης παιδείας και ανάλογων αντανακλαστικών από τους φορείς του Δήμου Καστοριάς. Αυτά ακριβώς τόνιζε πριν ελάχιστες εβδομάδες σε ανοικτή επιστολή της, η κ. Ελένη Τσαδήλα προς τον δήμαρχο Καστοριάς που δημοσιεύτηκε στην ΟΔΟ, με αφορμή την υπόθεση του κτηρίου του Μαθιουδάκη το οποίο κινδυνεύει να πέσει θύμα της αδιαφορίας.




Ακολούθησε η εκδίκαση της υπόθεσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η ερώτηση του ΣυΡιζΑ στην Βουλή με την οποία το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, τάχθηκε ανοικτά υπέρ της διάσωσης του κτηρίου. Και τέλος, το άστοχο δελτίο τύπου της βουλευτή Καστοριάς με την Νέας Δημοκρατίας κ. Μαρίας Αντωνίου (δημοσιεύεται στην 10η σελίδα του σημερινού φύλλου), με το οποίο επιτίθεται στον ΣυΡιζΑ και αναμφίβολα, εκτός από πρωτοφανές, είναι και ενδεικτικό των αντιλήψεών της.

Ακριβώς αντίστοιχα μαντρωμένες και καλά φυλαγμένες οι τοιχογραφίες από δικαιούχο του αρχοντικού Σομαλιά που βρίσκονταν, αντί να κοσμούν μια μόνιμη έκθεση, ακόμη και την αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου Καστοριάς, θα είναι στο εξής μια χαμένη υπόθεση για την πόλη και το κοινωνικό σύνολο. Το οποίο από την προβολή, παρουσίαση, έκθεση, μελέτη και επίσκεψή τους, θα μπορούσε να έχει άλλη εκτίμηση και εικόνα για την Καστοριά, για τις ευθύνες του ίδιου, όπως και όσων την διοικούν.

Παρομοίως, μαντρωμένες και καλά... φυλασσόμενες (;) παραμένουν και οι εκατοντάδες πολύτιμες βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες, αγιογραφίες και τα κειμήλια των ιερών βυζαντινών και μεταβυζαντινών ναών της πόλης από δεκαετίες τώρα. Μπορεί βεβαίως να προφυλάχτηκαν από κλοπή τρίτων ή ατυχήματα, αν όλα πήγαν καλά και με αυτές, αφού κανείς ποτέ δεν μπορεί να είναι απολύτως σίγουρος, ούτε να αρκείται σε αφηρημένες διαβεβαιώσεις.

Το βέβαιο όμως είναι ότι οι σημερινοί κάτοικοι της Καστοριάς αγνοούν το πιο πολύτιμο κομμάτι της πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς του τόπου στον οποίο ζουν. Το οποίο ασφαλώς και θα επηρέαζε θετικά την εξέλιξη και την συγκρότηση του τόπου, αφού διαφορετική θα ήταν και η αντίληψη του ιστορικού και πνευματικού βάθους. Αντ’ αυτών ο τόπος παρακολουθεί «καβγάδες», μηνύσεις και μάχες χαρακωμάτων.

Αυτά για να σχολιαστούν μερικά μόνο από τα πολλά, δραματικά πολλά παραδείγματα ηττών της Καστοριάς, το τίμημα των οποίων ο τόπος, ήδη το πληρώνει ακριβά. Άλλοι πάλι το εξαργυρώνουν.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 5 Δεκεμβρίου 2013, αρ. φύλλου 718.

Σχετικά κείμενα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ