15.6.10

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Γιορτή παραμυθιού

στην αυλή του δημοτικού σχολείου Μαυροχωρίου

Eν αρχή ην ο λόγος ο προφορικός, έπειτα γεννήθηκε ο γραπτός λόγος.
Δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν αναπτυχθεί ο γραπτός λόγος, ο άνθρωπος αφηγούνταν ιστορίες και μετέδιδε προφορικά θρησκευτικές και μαγικές γνώσεις.

Ένα τεράστιο πλήθος από μύθους και παραδοσιακές γνώσεις έχει φτάσει ως εμάς μέσα από ανθρώπους που, τις περισσότερες φορές, δεν ήξεραν γράμματα. Κοιτάξτε γύρω σας και θα δείτε πως μπορεί το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας να μη διαβάζει βιβλία, τραγουδάει, όμως, και χορεύει.
Ακόμη και σήμερα η ευαισθησία της Δύσης και οι συνηθισμένες εσωτερικές μας αναφορές έχουν δύο γενέτειρες: την Ιερουσαλήμ και την Αθήνα. Για την ακρίβεια: η πνευματική και ηθική κληρονομιά μας έρχονται κατευθείαν από το Σωκράτη και τον Ιησού από τη Ναζαρέτ. Κανένας από τους δύο δεν ήταν συγγραφέας και αυτό δεν υπάρχει κανείς που να μην το γνωρίζει.
Η προφορική επικοινωνία στους δημόσιους χώρους είναι πάρα πολύ ουσιαστική. Η μέθοδος του Σωκράτη βασίζεται εξ ολοκλήρου σ’ αυτήν. Κι είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι, ενώ είναι πασίγνωστο πως ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος του κόσμου όλου ήταν άσχημος, είχε το χάρισμα να σαγηνεύει τους συνομιλητές του χάρη στον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούσε μαζί τους. Αλλά μήπως κι ο Χριστός δεν ήταν και παραμένει ο ανυπέρβλητος Δάσκαλος;

Έτσι ήταν στην αρχή κι έπειτα προέκυψε ο γραπτός λόγος. Τα πρώτα «βιβλία» είναι πλάκες με νόμους, εμπορικά κατάστιχα, ιατρικές συνταγές ή αστρονομικές προβλέψεις. Κι οι άνθρωποι που είχαν τη δυνατότητα να γράφουν αυτόματα μπορούσαν και να εξουσιάζουν τους αναλφάβητους ή τους ημιμαθείς. Κι υπάρχει άλλη μια διαπίστωση που αξίζει να προσέξουμε ιδιαίτερα: «Η προσφυγή στη γραφή τρώει σαν σαράκι τη δύναμη της μνήμης. Ό,τι έχει γραφτεί, ό,τι έχει αποθηκευτεί με αυτόν τον τρόπο –όπως στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή μας- δεν χρειάζεται πλέον να το εμπιστευόμαστε στη μνήμη. Προφορική παράδοση είναι η επαναφορά της ανάμνησης». Θυμηθείτε τα παιδικά σας χρόνια οι μεγαλύτεροι, εσείς τουλάχιστον που πήγατε σχολείο, τα ποιήματα που αποστηθίζατε και ίσως θυμάστε ακόμη απέξω. Στη συνέχεια η αποστήθιση αποφεύχθηκε εντελώς, εδώ και δύο δεκαετίες τουλάχιστον, για να ακούσουμε να ξαναγίνεται λόγος γι’ αυτήν πάρα πολύ πρόσφατα, μόνο και μόνο επειδή διαπιστώθηκε πως έχει και αυτή την αξία της. “Par coeur” λένε οι Γάλλοι για το δικό μας «από στήθους», «από καρδιάς» δηλαδή, πράγμα που σημαίνει όχι μόνο πως απομνημονεύεις κάτι, ένα μύθο, μια προσευχή, ένα ποίημα που αγγίζει την καρδιά σου κι όχι κάτι που δεν την αφορά και την αφήνει ασυγκίνητη, αλλά και πως το κάνεις κτήμα σου και, στη συνέχεια, το κλείνεις με φροντίδα και αγάπη περισσή βαθιά μες στην καρδιά σου, μπολιάζοντας έτσι, άθελά σου, το μέσα σου για πάντα. Κι είναι πραγματικά αξιοθαύμαστοι οι άνθρωποι που θυμούνται χωρίς να καταφεύγουν σε κάποια γραπτή υποστήριξη, όπως οι παραμυθάδες του βιβλίου του Σχολείου μας, που, όταν χρειάστηκε να τους ξανασυναντήσουμε για να ξεκαθαρίσουμε εκείνα τα σημεία που δεν ακούγονταν καθαρά στην κασέτα όπου είχαν καταγραφεί οι αφηγήσεις τους, διαπιστώσαμε κατάπληκτοι πως ανακαλούσαν με θαυμαστότατη ακρίβεια κάθε λεπτομέρεια του παραμυθιού που μας είχαν αφηγηθεί ακόμη και πριν από χρόνια…
Για την αρχαία φιλοσοφία και αισθητική, μητέρα των Μουσών ήταν η μνήμη. Κι επειδή στη σύγχρονη εκπαίδευση κατηγορηθήκαμε πολύ και δίκαια γιατί σπρώξαμε τα παιδιά μας στην αποστήθιση ξερών γνώσεων, επειδή κρίθηκε το μέλλον γενιών ολόκληρων από αυτήν τη στείρα αποστήθιση, επειδή καθόλου σχεδόν δεν προσέξαμε και δεν ενθαρρύναμε τα παιδιά να αποστηθίζουν γνώσεις που απορρέουν από βιώματα, δικά μας, αλλά και των προγόνων μας, αποπροσανατολιστήκαμε, αφού απομακρυνθήκαμε έτσι από την ουσία της ίδιας της ύπαρξής μας.

Γι’ αυτό φέραμε τους παραμυθάδες του χωριού μας στο Σχολείο μας, την κ. Σεβαστή Μπουρλή, την κ. Τάσα Αντωνίου, την κ. Τάνα Καραΐσκου, τον κ. Στέργιο Μπουρλή, την κ. Φρόσω Μουτζούρη, τον κ. Δημήτρη Κακλαμάνο. Για να τους ακούσουμε και να τους χαρούμε. Για να τους καμαρώσουμε για τους θησαυρούς που με ιερότητα κουβαλούσαν μέσα τους από τα παιδικά τους χρόνια ώσπου μεγάλωσαν, για να μοιραστούμε μαζί τους τους θησαυρούς που μας εμπιστεύτηκαν με ευλάβεια.
Και στους συγχωριανούς μας παραμυθάδες προστέθηκε άλλος ένας, Ζακυνθινός, που μας προέκυψε πραγματικά σαν δώρο. Βλέπετε, εμείς, όταν πριν από χρόνια αποφασίσαμε να υιοθετήσουμε μέσω του ΟΝΑΡ, στην αρχή το Μάριο και στη συνέχεια το Δημήτρη, δεν ξέραμε πως η αμοιβή μας θα ήταν όλα αυτά τα παραμύθια που μας αφηγήθηκε τόσες φορές- χωρίς ποτέ να έχει πληρωθεί γι’ αυτό - ο παραμυθάς του ΟΝΑΡ, ο αγαπημένος παραμυθάς των παιδιών μας κ. Δημήτρης Αβούρης, που κάθε φορά τα συναρπάζει και γι’ αυτό θα ήθελαν να τον έχουμε στο Σχολείο μας, αν γινόταν, ακόμα και κάθε μέρα. Ο κ. Αβούρης, που το κυριότερο που κάνει ο ίδιος μαζί με τα άλλα μέλη του ΟΝΑΡ είναι να χαρίζουν με την τέχνη του ο καθένας το χαμόγελο στα χείλη των παιδιών που κάποιος λόγος αφύσικος για την τρυφερή τους ηλικία, μια αρρώστια, τα κρατάει αναγκαστικά μακριά από τη γεμάτη ανεμελιά φωλιά του σπιτιού και του σχολείου τους…

Και ήταν πάλι ο παραμυθάς μας που ζήτησε αυτήν τη φορά να συναντηθεί και με τους μεγάλους του χωριού μας, να τους γνωρίσει από κοντά, να χαρούν όλοι μαζί τη χαρά της αφήγησης των παραμυθιών που κάποιοι απλοί και καθημερινοί άνθρωποι, όπως όλοι εμείς εδώ σήμερα, δημιουργούσαν σε κάθε παρόμοια μάζωξη όπου κυριαρχούσε και πάλι το ξεχείλισμα της καρδιάς.
Και να είμαστε όλοι σίγουροι πως τα χρειαζόμαστε τα λαϊκά μας παραμύθια ακόμη και σήμερα, που ζούμε στην εποχή της πληροφόρησης, όπου τα παιδιά βλέπουν τα παραμύθια στην κρύα οθόνη της τηλεόρασης και του υπολογιστή, αντί να τ’ ακούνε από ένα ζεστό παραμυθά, που «κάνει παιχνίδι μαζί τους» και τους δίνει τη σπουδαία ευκαιρία να ζωντανεύουν μέσα τους, με τη δύναμη της φαντασίας τους, τις εικόνες τους. «Έχω ανατριχιάσει, σαγηνευθεί, συγκινηθεί πολύ παραπάνω με μια ηλικιωμένη γυναίκα που μου αφηγήθηκε μια ιστορία για φαντάσματα χωρίς να υψώσει καν τη φωνή της, παρά από το Avatar, που κόστισε εκατοντάδες εκατομμύρια», λέει ένας ξένος παραμυθάς (Ντάνιελ Μόρντεν, εφ. Καθημερινή, 17/4/2010) και εξηγεί πως, όσα πολλά και αν προσφέρει στους χρήστες του το Διαδίκτυο, «η καρδιά των πάντων θα είναι πάντα ο άνθρωπος. Καμιά φορά κάτι μαγικό συμβαίνει μεταξύ ενός αφηγητή, μιας ιστορίας και του κοινού. Αυτό δεν μπορεί ποτέ να συμβεί με καμιά οθόνη και κανένα πρόγραμμα. Είναι σαν την αλχημεία. Οι τρεις δυνάμεις συνδυάζονται και μεταμορφώνονται και οι θεατές που ακούν τις λέξεις μεταφέρονται από την καθημερινότητα σ’ έναν άλλο κόσμο. Είναι κατανοητός ο ενθουσιασμός μας για τις νέες τεχνολογίες. Όμως, όσο οι ζωές μας θα μπλέκονται μαζί τους, η επιθυμία μας να συνευρισκόμαστε με άλλα ανθρώπινα όντα θα μεγαλώνει».

Αγαπημένε μας παραμυθά,
Ένας σύγχρονος ξένος παραμυθάς (Beulah Candappa) λέει πως οι γραπτές λέξεις πάνε από τα μάτια στον εγκέφαλο, ενώ εκείνες που θα ειπωθούν προφορικά πάνε από τα αυτιά κατευθείαν στην καρδιά (εφ. Καθημερινή, 17/4/2010).Η δική μας Μερόπη, όμως, στον πρόλογο του καστοριανού παραμυθιού που διέσωσε –αυτό ακριβώς κάναμε κι εμείς με το βιβλίο του Σχολείου μας, «Το λαϊκό παραμύθι…πάει σχολείο», διασώσαμε τα λαϊκά παραμύθια που είχαν καταφέρει να αντέξουν ως τώρα-, μιλάει για τα διαμάντια, τα μπριλάντια και τα φλουριά, «όλα αυτά τα πολύτιμα, που είναι γι’ αυτούς που είχαν την τύχη ν’ ακούσουν το λαϊκό παραμύθι απ’ το στόμα των ηλικιωμένων, απ’ αυτές τις γοητευτικές φωνές που μιλούσαν όχι μόνο με το στόμα τους, μα και με τα μάτια, τα χέρια, την ψυχή» και λέει πως η επικοινωνία με τον παραμυθά που αφηγείται παραμύθια δεν μπορεί να αποδοθεί με κανέναν τρόπο και είναι μαγική.
Τέλος, μια σκωτσέζικη παράδοση λέει πως, όταν θα αφηγηθείς ένα παραμύθι, όλοι όσοι το έχουν διηγηθεί πριν από σένα στέκονται πίσω σου την ώρα που το αφηγείσαι. Ο αφηγητής εκπροσωπεί πολλούς ακόμη, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν πια πεθάνει. (Χιου Λάπτον, εφ. Καθημερινή, 17/4/2010)
Αλλά μήπως αυτό δεν ισχύει για τους παραμυθάδες μας; Μήπως, τελικά, οι παραμυθάδες μας δεν πεθαίνουν ποτέ και ζουν αιώνια μέσ’ απ’ τα παραμύθια που έχουν αφηγηθεί στους άλλους;

Απαραίτητη σημείωση: Το πρώτο κομμάτι του κειμένου, ως το σημείο όπου… γίνεται η επίκληση της μητέρας των Μουσών, της Μνήμης, βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο βιβλίο του Τζορτζ Στάινερ «Η σιωπή των βιβλίων», εκδ. ΟΛΚΟΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ