19.11.09

ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: Η… “δίκαιη Λύρα” της Μάρης Θεοδοσοπούλου

Και να που σε ανύποπτο χρόνο μια ξεχωριστή και σημαντική κριτικός του βιβλίου η κ. Μάρη Θεοδοσοπούλου καταπιάνεται μ’ ένα εκτός εμπορίου βιβλίο που φτάνει στα χέρια της. Υψώνει λοιπόν στην ιστοσελίδα της EX LIBRIS στις 2.10.09, ένα εξαιρετικό κριτικό κείμενο -τιμητικό το πιο πολύ αφού τιτλοφορείται «Καστοριανά ψήγματα χρυσού» - για την γραφή ενός ανθρώπου που λείπει εδώ και λίγους μήνες από κοντά μας. Μαζί μ’ αυτό τιμές περιποιεί η κριτικός εν συνόλω και για την ομάδα του περιοδικού «Παραμιλητό» έναν διάττοντα υψηλής ποιότητας «χαμένων ποιητών»… που συνέστησε ένα ποιοτικό πυρήνα λογοτεχνών πριν από 20 σχεδόν χρόνια και του οποίου μέλος υπήρξε ο Γιώργος Γκολομπίας . Αναφερόμενοι στην Μ.Θ. κριτικά κείμενα της οποίας φιλοξενούνταν παλιότερα σε έντυπα ευρείας κυκλοφορίας -παλιότερα στο «Βήμα» και τώρα στο ένθετο της Ελευθεροτυπίας «Βιβλιοθήκη» αλλά και στο EX LIBRIS της «Εποχής»- οφείλουμε να τονίσουμε πως δεν πρόκειται για κάποια κριτικό που συνηθίζει να κανακεύει τους λογοτέχνες. Η Μ.Θ. διόλου δεν χαρίζεται. Το αντίθετο μάλιστα.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που η κριτικός ασχολήθηκε με τον Γιώργο Γκολομπία. Η πρώτη ήταν το 2004 με την ευκαιρία της έκθεσης του αρχείου Λεωνίδα Παπάζογλου στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα. Και τότε η κριτική της υπήρξε απλόχερη σε επαίνους καθώς η Μ.Θ. φαίνεται πως αιχμαλωτίσθηκε από το κοίταγμα των φωτογραφιών του επαρχιώτη καλλιτέχνη φωτογράφου και συγκινήθηκε βαθιά από το έπος της διάσωσής του αρχείου όπου διήλθε ο συλλέκτης Γιώργος Γκολομπίας:

(…) Στοιβαγμένες οι γυάλινες φωτογραφικές πλάκες κρατούν κρυμμένα τα μυστικά τους. Χέρια που αγνοούν το θαύμα της φωτογραφίας ξεπλένουν την επίστρωση και τις χρησιμοποιούν σε έργα καθημερινά. Οι γυάλινες πλάκες μεγάλων διαστάσεων αντικαθιστούν σπασμένα τζάμια και όταν δεκαετίες μετά τον θάνατο του φωτογράφου το σπίτι καταρρέει ή και κατεδαφίζεται περιπλανώνται σε χαρτόκουτα καταλήγοντας το συνηθέστερο στα σκουπίδια. Μόνο κατ' εξαίρεση φθάνουν στον συλλέκτη που θα εκτιμήσει τον θησαυρό (…)

(…) Ως γλαφυρή αφήγηση αντιλαμβάνεται τις φωτογραφίες ο Γκολομπίας προσπαθώντας με τις λεζάντες και τον πρόλογο να τις κάνει να μιλήσουν.

(…) γαμήλιες και νεκρικές σκηνές, ποζάτες φωτογραφίες και καρναβαλικές αξίζουν όσο και οι εκτενέστερες εθνολογικές μελέτες. Ενας κόσμος αξιοπρεπής και αγέρωχος, τόσο ανοίκειος σε εμάς σήμερα1
.

Χάρηκα με την γενναιόδωρη, απροσχημάτιστη, βαθιά αισθαντική και αναλυτική ματιά της κριτικού. Με κατέπληξε για μια ακόμη φορά η βαθιά της γνώση και ο «αστυνομικός» τρόπος -και μιλώ για την αποστομωτική όπως πάντα ενημερότητά της- με τον οποίο κύκλωσε το θέμα της κι έδωσε αυτόν τον -τολμώ να πω- διθύραμβο.
Με το σημερινό μου σημείωμα προσπαθώ να ορίσω όχι κάποιες διαφωνίες μαζί της μα να εξηγήσω αυτά που από την πρώτη ματιά μοιάζουν αυθαιρεσίες γύρω από την επιμέλεια της μικρής συλλογής των διηγημάτων του Γιώργου Γκολομπία στην οποία –«ιδίοις αναλώμασιν»- μαζί με το Στάθη Κοψαχείλη έχουμε προβεί τον Μάιο του 2009.

Όταν έστελνα στην ΟΔΟ το διήγημα «Ψάχνοντας το χρυσάφι», τις ήμέρες πολύ κοντά στο θάνατο του Γ. Γ. σαν ένα είδος φιλολογικού μνημοσύνου, μου γεννήθηκε έξαφνα η ιδέα πως μια συλλογή με τα λίγα διηγήματα που είχε γράψει αυτός θα ήταν μιας πρώτης τάξης σπονδή. Το καλύτερο στεφάνι για ’κείνον. Το βιβλίο λοιπόν αυτό προέκυψε από την ανάγκη να συνοδέψουμε στο ξόδι με γραφτά και χαρτί τον εραστή αυτόν του "χάρτινου πολιτισμού", που έφυγε πρόωρα. Ηταν τα δικά μας …χάρτινα κόλυβα στη μνήμη του.
Οφείλουμε να παραδεχτούμε πως η χρονολογική σειρά των δημοσιεύσεων στο "Παραμιλητό" καταστρατηγήθηκε και δεν τηρήθηκε ώστε να δοθεί η κατά το δυνατόν καλύτερη ευκαιρία στον αναγνώστη να … προετοιμαστεί και να διεισδύσει ευκολότερα στο ύφος και τον σιωπηλό κόσμο του Γ.Γ. ( Το βιβλίο εξάλλου διανεμήθηκε στην εκκλησία -σε όσους παραβρέθηκαν στο 40νθήμερο μνημόσυνό του- σ’ ένα δηλαδή ιδιαίτερα ετερόκλητο κοινό όπως αντιλαμβάνεται κανείς).

Στέκομαι λοιπόν στις παρατηρήσεις της κ. Θεοδοσοπούλου που δεν αφορούν τόσο στο αισθητικό μέρος αλλά στοχεύουν κυρίως στην εννοιολογική συσχέτιση του κειμένου με την εικόνα που το συνοδεύει καθώς και στην φιλολογική συνέπεια (που ενδεχομένως απουσιάζει ή στην καλύτερη περίπτωση δεν είναι πολύ φανερή). Αξίζει πρώτα να αναφερθεί πως το βιβλίο αυτό, ετοιμάστηκε σε διάστημα λιγότερο από σαράντα μέρες και ήταν επομένως εκτός από μια «φώτιση» της στιγμής κι ένα μικρό εκδοτικό κατόρθωμα. Ετσι ίσως η αυστηρή φιλολογική προσέγγιση δεν ήταν το κυρίως ζητούμενο και το επείγον. Ενδεχομένως να απέκλινε και από τον βασικό στόχο της έκδοσης. Κρατήθηκαν όμως με ευλάβεια οι απόλυτες εμμονές του Γιώργου. Η ποιότητα της έκδοσης, το πάθος για τη μορφή, η απολύτως βιβλιοφιλική εμφάνιση στο χαρτί, τα τυπογραφικά στοιχεία και φυσικά …η απαρέγκλιτη εμμονή στην αρίθμηση για το «συλλεκτικόν» του πράγματος. Προφανώς οι φωτογραφίες και τα σχέδια, που ο Γ.Γ. είχε επιλέξει να δημοσιεύσει στο «Παραμιλητό» και συνόδευαν τα κείμενα στην πρώτη τους εμφάνιση, να ήσαν και «οι πρέπουσες», όμως η εικονογράφηση στην παρούσα στιγμή δεν θα μπορούσε να γίνει με εκείνες καθώς προέκυπταν αξεπέραστα τεχνικά εμπόδια -ποιότητας κυρίως- μιας και θα ’πρεπε αυτά να αντιγραφούν εκ των ενόντων (δηλαδή από τις σελίδες του περιοδικού). Οι φωτογραφίες από το αρχείο Λ. Παπάζογλου που επιλέχθηκαν συνεισφέρον κατά τη γνώμη μας εννοιολογικά στο κειμενικό περιεχόμενο (Ραβίνος-Η έξοδος, Ο αρραβωνιαστικός- νέος της εποχής, Η κατάρρευση- αναπηρία που δείχνεται κλπ). ΄Οσο για την εικόνα του εξωφύλλου καθώς και αυτήν της σελίδας 10 (με τους πίνακες του Marjanovic) πράγματι με μια πρώτη ματιά μοιάζουν υφολογικά άσχετες με τον κόσμο του βιβλίου. Όχι όμως και με τον συγγραφέα τους…

Και εξηγώ: Ο Γ.Γ χάθηκε από μια σπάνια νευρολογική νόσο που τον οδήγησε σε μια σταδιακά γενικευμένη παράλυση. Στο τέλος είχε διασωθεί μονάχα η λεκτική λειτουργία (εκείνος ο γλαφυρός, ωραίος και ακέραιος λόγος του!) που εξασφάλισε μέχρι το τέλος ικανότατη επικοινωνία. Ενας από τους αγαπημένους του ζωγράφους ήταν και ο εξαίρετος Sasa Marjanovic από τη Σερβία με τη στοχαστική διεισδυτική στους ίσκιους και την γεμάτη νοσταλγία ματιά σε όσα μακραίνουν. Την μυστηριακή έκστασή του απέναντι στο γεγονός του θανάτου και της αναχώρησης. Γύρω στα Χριστούγεννα του 2008, ο Γιώργος παρήγγειλε από τον ζωγράφο τον πίνακα αυτόν τον οποίο δύο μήνες πριν από τον θάνατό του παρέλαβε και τοποθέτησε το σπίτι του, και ύστερα από μεγάλες συζητήσεις για το κατάλληλο σημείο, απέναντι από τη θέση που συνήθιζε να περνά τη μέρα του. Ο πίνακας δεν εικονίζει καμιά νωχέλεια, καμιά ραστώνη. Διαπνέεται από μια διάχυτη θλίψη . Και ο υπαινιγμός της ανημπόριας του σώματος είναι σαφής. Μια παράλυση δίπλα στο νερό (το μόνο φωτεινό και κινούμενο σημείο).
Το δεύτερο πάλι -σκοτεινό και ασάλευτο ερείπιο - της σελίδας 10 (που με άδεια του ζωγράφου συμπεριλήφθηκε) ήταν ένας πίνακας που άρεσε στο Γιώργο. H ειδική τεχνοτροπία που ο ζωγράφος χρησιμοποιεί στις δουλειές του –πριονίδι και ακρυλικό- δίνουν την αίσθηση της απλωμένης διάβρωσης ή «λέπρας»-της διάχυτης τήξης μια πρώτης τάξεως συνοδεία του κειμένου:

Τρυπώνοντας στα ραγίσματα των τοίχων
Ύστερα στα θεμέλια κατεβαίνουν
Βυθίζονται στου κόκκορα το αίμα.


Οι στίχοι ανήκουν σ’ ένα ποίημα του επίσης πρόωρα χαμένου ποιητή Χρ. Μπράβου που αγαπούσε πολύ ο Γιώργος και ίσως δίνει και το «κλειδί» -διαβατήριο για τον εσωτερικό-σκοτεινό κόσμο των διηγημάτων του. Ισως στάθηκε και η αφορμή για να γραφτούν αυτά τα κείμενα…

Και μια μικρή ακόμη παρατήρηση με τον αναγκαίο συνειρμό που κινεί εντός: Ο κινηματογράφος στην πλατεία του χωριού (δωρεάν προβολές της Νομαρχίας και της Μεραρχίας στη δεκαετία του ’60) δεν ήταν καθόλου «βουβός» όπως πιθανολογεί η Μ.Θ. : Μάρθα Βούρτση, Μέμα Σταθοπούλου , Μάνος Κατράκης, Αντζελα Ζήλια και Στέφανος Στρατηγός έδιναν κι έπαιρναν… Το σκηνικό είναι μυστηριακό απολύτως. Ένα πανί λευκό που σαλεύει στην πλατεία με εικόνες. Διάλογοι από το μοναδικό ηχείο. Αντήχηση υποβλητική και μονότονη σ’ όλο το χωριό. Το μόνο φωτερό μέρος η πλατεία. Ολόγυρα απομένουν οι ίσκιοι μονάχα. Σαλεύουν τα δέντρα. Ο θρύλος της μισότρελης Ωραιοζήλης που περιφέρει τη σύφιλη στο κορμί της μέχρι να την αποτελειώσουν στο λάκκο με τον ασβέστη οι στρατιώτες για να μη μολύνει… Το τραγούδι της ακούγεται ακόμα. Εκείνη στηρίζεται στον χαμηλό τοίχο και μας βλέπει…
Στην κυρία Θεοδοσοπούλου ευχαριστίες εκ βάθους που μας έδωσε ακόμα μια φορά την ευκαιρία να νιώσουμε πως ο Γιώργος είναι ακόμα ανάμεσά μας και μιλάμε γι’ αυτόν ωσεί παρόντα. ΄Επίσης για τη λατρεία της στην ανένδοτη «ιεραποστολή της κριτικής» στοιχείο που με το κείμενό της αυτό λαμπρά κατέδειξε!


1. (TO BHMA ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2004)
Το διήγημα του Γιώργου Γκολομπία Ψάχνοντας το χρυσάφι πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό τέχνης Παραμιλητό (τεύχος 4, Φθινόπωρο 1989). Ο Γ. Γκολομπίας αποτελούσε βασικό μέλος της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού.


.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ