30.7.09

ΣΤΑΘΗ ΠΕΛΑΓΙΔΗ: Οθωμανικά Διοικητήρια στον ελλαδικό χώρο 1850-1912

ΒΙΒΛΙΟ
ΠΑΝΟΥ ΤΣΟΛΑΚΗ
Οθωμανικά διοικητήρια στον ελλαδικό χώρο. 1850-1912
Εκδόσεις University Studio Press, ISBN: 960-12-1670-7, Θεσσαλονίκη 2008


 Αν αφορμηθούμε από το σημερινό Διοικητήριο / Υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης, το οποίο ορθώνεται και προβάλλει μεγαλοπρεπώς σήμερα στο κέντρο της πόλης μας, είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι έχομε μπροστά μας το τελευταίο τουρκικό / οθωμανικό Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.
Και ακόμη πιο δύσκολο να ερμηνεύσομε και να εκλογικεύσομε το θαύμα που οδήγησε στη μετάπλαση του πρώην ανατολίτικου οικιστικού τοπίου, με κυρίαρχο συστατικό το κιόσκι και το κονάκι, στην αστική ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική αυτού του μεγάρου, και κατ’ επέκταση, στην ευρύτερη ανάπλαση του αστικού περιβάλλοντος. Υπόψη ότι βρισκόμαστε στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, προ του 1912. Βέβαια το παρουσιαζόμενο βιβλίο ερευνά και άλλα 34 Οθωμανικά Διοικητήρια του ελλαδικού χώρου: 10 σε Κρήτη, νησιά Αν. Αιγαίου, Δωδεκάνησα, 7 σε Ήπειρο και Θεσσαλία, 18 σε Μακεδονία και Θράκη.
Πάνω σ’ αυτό, ακριβώς, το ερώτημα κινείται η ερευνητική γραμμή αυτού του βιβλίου του καθηγητή Πάνου Τσολάκη.
Ποιες ήταν, πρώτα -πρώτα, οι πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που οδήγησαν σ’ αυτή την ανάπλαση του οικιστικού τοπίου και ανέβασαν τα παλιά κονάκια των Τούρκων Διοικητών σε σύγχρονα μέγαρα αστικού και ευρωπαϊκού τύπου.
Έπειτα, ποια ήταν τα κύρια αρχιτεκτονικά, τυπολογικά και δομικά χαρακτηριστικά, που επιβάλλονταν από το νέο πνεύμα και κλίμα δόμησης των εν λόγω τριανταπέντε (35) οθωμανικών Διοικητηρίων.
Με την επισήμανση ότι η μέχρι τώρα έρευνα για το θέμα ήταν ανύπαρκτη και η βιβλιογραφία πολύ περιορισμένη, ή απλά ερασιτεχνική, ο συγγραφέας, λειτουργώντας επαγωγικά και παραστατικά, κλιμακώνει την ερευνητική του διεργασία σε τρία επίπεδα:

Επίπεδο 1ο: Συνολικός εποπτειακός πίνακας των 35 οθωμανικών Διοικητηρίων σε ισάριθμες πόλεις του ελλαδικού χώρου, κατά ευρύτερες περιφέρειες: Νησιωτικού χώρου – Ηπείρου και Θεσσαλίας – Μακεδονίας και Θράκης. Ο πίνακας αναλύει την ιστορική ταυτότητα και τη σημερινή λειτουργία και κατάσταση των Διοικητηρίων ως εξής:

Πόλεις: 30
Αρχιτέκτονας: Τούρκος, Έλληνας, Ιταλός κ.ά.
Σημερινή χρήση: Νομαρχία, Δημαρχείο, Δικαστήρια κ.ά.
Κατεδαφισθέντα: 15

Θεωρώ χρησιμότατο τον εν λόγω πίνακα ακόμη και για τον κοινό αναγνώστη και μάλιστα στην αρχή του βιβλίου, πριν από την εισαγωγή.
Πρώτον, γιατί, κατά την παιδαγωγική αρχή της εποπτείας, δίνει την εικόνα της συνολικότητας, παιδαγωγικά απαραίτητη, για να κατανοηθούν τα υποθέματα των επιμέρους 35 Διοικητηρίων.
Έπειτα, συμβάλλει στην ιστορικά αξιόπιστη γνωριμία και επαφή του μέσου αναγνώστη με το περιβάλλον του.
Πόσοι, άραγε, από τους σημερινούς κατοίκους του Ρεθύμνου, των Σερρών, του Κιλκίς έχουν υπόψη ότι η Νομαρχία τους, ήταν οθωμανικό / τουρκικό Διοικητήριο, μέχρι το 1912, και πόσοι από τους Τρικαλινούς, Πρεβεζιώτες, τους κατοίκους της Κομοτηνής, της Αλεξανδρούπολης, της Καβάλας, τους Βεροιώτες, τους Φλωρινιώτες, γνωρίζουν ότι τα δικαστικά τους μέγαρα ήταν κάποτε οθωμανικά Διοικητήρια;
Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για το ΚΑΠΗ της Νεάπολης Κρήτης, το Ταχυδρομείο της Ρόδου, το Δημαρχείο Μαργαριτίου Ηπείρου, το 5ο Γυμνάσιο Κατερίνης κ.ο.κ.

Επίπεδο 2ο: Ιστορική ερμηνευτική εισαγωγή για τους παράγοντες (πολιτικούς – κοινωνικοοικονομικούς) που συνέβαλαν στην ανάπλαση του οικιστικού τοπίου, από τα μέσα του 19ου αι. κ.ε., με τα σύγχρονα νεοκλασικά ιδιωτικά κτίσματα, κυρίως όμως, με τα μεγαλοπρεπή οθωμανικά Διοικητήρια, τα οποία έχουν εκτοπίσει τα παλιά γνωστά κονάκια:
Στα Χανιά, στο Ναύπλιο, στην Τριπολιτσά, στην Κόρινθο, στην Ύδρα, στη Χαλκίδα, στην Αθήνα, στα Γιάννινα, στην Πρέβεζα, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα, στον Τύρναβο, στην Καστοριά, Αγιά κ.ά.
Ο συγγραφέας, πολύ σωστά, θεωρεί ότι ο σημαντικότερος παράγοντας, που εγκαινίασε και έδωσε αναγεννησιακή πνοή στη νέα περίοδο, ήταν το μεταρρυθμιστικό Διάταγμα του Σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ (1839-1861), το γνωστό Χάττι Χουμαγιούν (Λαμπρή Γραφή). Με το εν λόγω Διάταγμα, που θεσπίζεται το Φεβρουάριο του 1856, κατοχυρώνονται τα δικαιώματα ισοπολιτείας και ανεξιθρησκείας όλων των υπηκόων της αυτοκρατορίας. Συγκεκριμένα, κάθε θρησκευτική κοινότητα έχει το δικαίωμα να ανεγείρει, στεριώνει και επισκευάζει, εκκλησίες, τζαμιά, συναγωγές, νοσοκομεία, σχολεία, νεκροταφεία, και οποιαδήποτε ιδιωτικά οικήματα (άρθρα 9-10). Έπειτα καταργούνται οι κάθε είδους διακρίσεις λόγω θρησκείας, γλώσσας, εθνικής καταγωγής (άρθρο 12).
Αντιλαμβανόμαστε την τεράστια σημασία αυτού του Διατάγματος και για τις εθνικότητας (ελληνική, εβραϊκή, αρμενική κ.ά.).
Εξάλλου, και οι επόμενες διοικητικές και νομοθετικές ρυθμίσεις (Νόμος περί Βιλαετίων του 1867 και Σύνταγμα του 1876) λειτουργούν ως προέκταση του Χάττι Χουμαγιούν, του 1856, και διαμορφώνουν το κατάλληλο πολιτικό και πολιτιστικό κλίμα για την ανάπλαση του αστικού, κυρίως, τοπίου, όχι μόνο στην άρχουσα τάξη, αλλά και στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα: σε άρχοντες και αρχόμενους. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο συγγραφέας (σελ. 21), «Στα πλαίσια αυτά, άρχισαν να ανεγείρονται σύγχρονα δημόσια κτήρια, ανάμεσα στα οποία τη σημαντικότερη θέση κατείχαν τα κατά τόπους Διοικητήρια, που εξέφραζαν τη θεσμική κρατική υπόσταση και την επίδειξη ισχύος».
Επομένως, τα Διοικητήρια, ως έκφραση κρατικής παρουσίας και ισχύος έπρεπε να είναι σύγχρονα, μεγαλοπρεπή και επιβλητικά, κατά το βαθμό εξουσίας που συμβόλιζαν.
Όμως, ο συγγραφέας, πέρα από τον πολιτικό παράγοντα, επισημαίνει και τον κοινωνικό, καθώς είναι ορατός και ο ρόλος της τεχνογνωσίας, της εισαγόμενης τεχνολογίας και των απαραίτητων τεχνολογικών δομών εκπαίδευσης. Εξάλλου, αρκετοί αρχιτέκτονες είχαν ξένη καταγωγή και παιδεία. Επισημαίνει ακόμη, και τον οικονομικό παράγοντα, αφού ορισμένα διοικητήρια χτίστηκαν με τη συνδρομή των κατοίκων της περιοχής (Ρέθυμνο, Ιωάννινα, Πρέβεζα, Αργυρόκαστρο κ.ά.). Εξάλλου, από τα μέσα του 19ου αι. κ.ε., αισθητή ήταν η άνοδος του οικονομικού και πολιτιστικού επιπέδου του αλύτρωτου ελληνισμού.
Μέσα σ’ αυτό το ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο διαμορφώθηκαν ιστορικά οι συνθήκες και οι ανάγκες για την ανάπλαση του αστικού οικιστικού χώρου, γενικότερα, και των οθωμανικών Διοικητηρίων, ειδικότερα.
Επίπεδο 3ο: Καταγραφή, έρευνα και ερμηνεία των τριανταπέντε (35) οθωμανικών Διοικητηρίων του ελλαδικού χώρου, για το καθένα ξεχωριστά. Όχι μόνο όσων σώζονται, αλλά και των δεκαπέντε (15) που έχουν καταστραφεί τελείως στο πέρασμα του χρόνου.
Δεν θα προχωρήσω στα αρχιτεκτονικά – τυπολογικά γνωρίσματα των εν λόγω Διοικητηρίων. Δεν είμαι αρχιτέκτων.
Θα σημειώσω μόνο ότι ορισμένα από αυτά έχουν ιδιάζουσες αρχιτεκτονικές ιδιομορφίες, ενώ σε άλλα εντοπίζεται, και ερμηνεύεται ιστορικά από το συγγραφέα, η κοινή τυπολογική τους μορφή:
Συγκεκριμένα, τα Διοικητήρια της Δυτικής Μακεδονίας (Φλώρινα, Κοζάνη, Καστοριά) είναι «πανομοιότυπα μεταξύ τους», ενώ το Διοικητήριο της Πρέβεζας αποτελεί παραλλαγή τους.
Εξάλλου, στην ίδια τυπολογία ανήκουν τα Διοικητήρια: Ηρακλείου, Σάμου, Λήμνου, Ξάνθης, Καβάλας, Έδεσσας, Κιλκίς, Γιαννιτσών κ.ά. Και σε ξεχωριστή τα Διοικητήρια Ιωαννίνων και Θεσσαλονίκης. Είναι τα μεγαλοπρεπέστερα όλων, γιατί εκφράζουν ενισχυμένες ανώτατες εξουσίες: Τα Βιλαέτια της Μακεδονίας και της Ηπείρου.
Στο επίπεδο αυτό έχει μεγάλη σημασία να επισημάνουμε ότι, στην εξέταση των επιμέρους 35 Διοικητηρίων, ο συγγραφέας, προτάσσει, απαρέκκλιτα, το ιστορικό της ίδρυσης (χρονολογία, πρόσωπα, άλλοι παράγοντες, τοπικές συνθήκες), για να περάσει, στη συνέχεια, στα αρχιτεκτονικά, τυπολογικά, μορφολογικά γνωρίσματα του κάθε Διοικητηρίου και στις επόμενες χρήσεις του, μετά το 1912.

ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ
1. Το βιβλίο αποτελεί πρωτογενή έρευνα αυτού του θέματος.
2. Αναπαριστά και ξαναζωντανεύει και τα 15 κατεστραμμένα Διοικητήρια, βάσει επιτόπιων μονογραφιών, προσωπικών μαρτυριών και ιδιωτικών αρχείων. Με την έννοια αυτή, λειτουργεί ως αντιδύναμη στη μανία καταστροφής των οθωμανικών και άλλων ξένων πολιτιστικών μνημείων.
3. Ερμηνεύει, με αξιόπιστα ιστορικά στοιχεία, όχι μόνο την ίδρυση και λειτουργία των οθωμανικών Διοικητηρίων, αλλά και τη διαμόρφωση του ευρύτερου αστικού χώρου των ελληνικών πόλεων του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αι. Την παραδοσιακή δηλ. αστική ταυτότητα της σημερινής Ελλάδας.
4. Ύστερα από την προώθηση της τοπικής ιστορίας στα Π.Σ. των Πανεπιστημίων και στα Α.Π. των σχολείων, το βιβλίο αυτό μπορεί να συμβάλλει στη μελέτη ιστορικών θεμάτων και προσώπων των παραπάνω 35 ελληνικών πόλεων.
5. Ανοίγει το δρόμο στη μελέτη και των άλλων οθωμανικών μνημείων (τζαμιά, λουτρά και άλλα) του ελλαδικού χώρου, τα οποία εξακολουθούν να λειτουργούν σήμερα με ποικίλες χρήσεις: ως μουσεία, ως πολιτιστικοί χώροι, ως ιδιωτικά καταστήματα κλπ (όσων δεν έχουν ερευνηθεί ακόμη).


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 16.7.2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ