25.3.09

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Από την ξενάγηση του κ. Νικολάου Πιστικού στην έκθεση των έργων του




Επειδή κάποιοι άνθρωποι που ζουν ανάμεσά μας με το δικό τους ιδιαίτερο και αθόρυβο τρόπο αποτελούν τη ζωντανή Ιστορία του τόπου μας και χαρά σ’ όποιον τους έχει γνωρίσει από κοντά, αλλά προπαντός μέσ’ από το έργο τους



Έκανα αυτήν τη δουλειά, διότι τότε έτυχε να δω ένα έργο ενός παιδιού, ένα μικρό εργάκι, και λέω: «Τι ωραίο πράγμα είναι αυτό!» και μου μπήκε μες στο μυαλό. Και στον ύπνο μου ακόμα το ‘βλεπα . Λέω : «Κι εγώ, όταν μεγαλώσω, θα κάνω τέτοια πράγματα.» Και πράγματι έκανα και λίγο περισσότερα.

Ξεκίνησα, λοιπόν, απ’ το δημοτικό. Όταν όμως μεγάλωσα, κατάλαβα ότι αυτό το πράγμα είναι κάτι διαφορετικό από τ’ άλλα και παραμένουν αυτά τα πράγματα.

Λοιπόν, θέλησα να κάνω κάτι που να μην έχει κάνει άλλος πριν από μένα. Το όνειρό μου ήταν, όταν φτάσω σε κάποια ηλικία, να μπορέσω να κάνω όλα τα έργα της Καστοριάς, τα οποία τα βλέπαμε πρώτα και τα βλέπουμε και σήμερα, τα οποία όμως με το χρόνο καταστρέφονται, να τα κάνω, για να παραμείνουν εις τους αιώνες. Και θα παραμείνουν.

Τα έργα αυτά καταστρέφονται από το χρόνο και την αδιαφορία μας. Ύστερα είχαμε και πολέμους, είχαμε βομβαρδισμούς… Διότι, όταν βομβαρδίστηκε το 1940 η Καστοριά, 11 Νοεμβρίου και 4 Νοεμβρίου, ήρθαν τ’ αεροπλάνα, οι Ιταλοί βομβάρδισαν, τότε καταστράφηκαν τα περισσότερα αρχοντικά. Η Καστοριά παλαιότερα είχε περίπου 500 αρχοντικά και σήμερα μένουν μόνο πολύ λίγα.


***


Η Καστοριά ήταν 516 χρόνια αιχμάλωτη στους Τούρκους, αλλά, όταν άρχισε να παίρνει η κατηφόρα τους Τούρκους, οι Καστοριανοί που ήταν στο εξωτερικό άρχισαν να ‘ρχονται στην Καστοριά και να κτίζουν μεγάλα σπίτια για να ικανοποιήσουν τους γονείς τους. Διότι τότε, μόλις σκοτείνιαζε το βράδυ, έπρεπε οι Καστοριανοί να βρίσκονται μες στα σπίτια τους, απαγορεύονταν να βγαίνουν στους δρόμους και στα σπίτια τους ήθελαν να ζούνε άνετα.

Γι’αυτό και οι Καστοριανοί που ήτανε στο εξωτερικό και βγάζανε λεφτά, κερδίζανε χρήματα, ερχότανε εδώ και χτίζανε αυτά τα ωραία αρχοντικά, για να δώσουν κάποια άνεση στον πατέρα τους, στη μητέρα τους, στ’ αδέρφια τους, για να ζούνε άνετα μέσα σ’ αυτά τα σπίτια, που βλέπετε τι μεγάλα είναι. Εγώ τα ‘χω μικρά, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ μεγάλα, είναι σαν πολυκατοικίες.

(Στο σημείο αυτό και καθώς έχει αρχίσει η περιήγησή μας στα έργα του κ. Πιστικού, η ματιά μας αιχμαλωτίζεται από τις κουρτίνες που φαίνονται μέσ’ από τα παράθυρα των θαυμαστών σπιτιών του κ. Πιστικού.)

Οι κουρτίνες που υπάρχουν στα παράθυρα είναι πλεχτές. Τις έπλεξε η γυναίκα μου.
Τα σπίτια φωτίζονται στο εσωτερικό τους με λάμπα. Κοιτάξτε, όταν είναι φωτεινό ένα πράγμα, είναι πιο ωραίο. Άμα σβήσω τα φώτα τώρα, δε φαίνεται τόσο όμορφο. Ενώ τώρα φαίνονται τα παράθυρα, οι κουρτίνες, τα πάντα.

Τα κεραμίδια είναι τα βυζαντινά. Τα λέμε και τούρκικα. Είναι τα χειροποίητα.Τα αρχοντικά, επειδή τα έκανα πιο παλιά, φαίνονται πιο καινούρια απ’ ό,τι είναι σήμερα.

Αυτό -το αρχοντικό του Νατζή- είναι το παλαιότερο μουσείο της Καστοριάς, το πρώτο μουσείο. Αυτό λειτούργησε σαν μουσείο με βασιλική διαταγή. Τόσο πολύ τον άρεσε το βασιλιά τότε, που έδωσε διαταγή να γίνει μουσείο και έβαλε και εισιτήριο μέσα. Έχει και μια ιστορία, δεν ξέρω αν πρέπει να την πω.

Εδώ, αφού τον διαβεβαιώνουμε πως και αυτές οι μικρές ιστορίες είναι κομμάτια της Ιστορίας μας και πως προπαντός αυτές γοητεύουν τα παιδιά και κρατούν το ενδιαφέρον τους ζωντανό, ο κ Πιστικός μας αφηγείται:

Η γυναίκα του Θόδωρου του Νατζή τον κέρασε το βασιλιά με τον ταμπλά το τσίπουρο. Τσίπουρο και γλυκό. Τότε έτσι κερνούσαν, με τον ταμπλά το μεγάλο το σιδερένιο. Μόλις είδε ο βασιλιάς- ο Παύλος ήταν, ο ψηλός- το ποτηράκι το μικρό, το τσίπουρο, λέει: «Τι είναι αυτό για μένα;». Λοιπόν, παίρνει το τσίπουρο και το τινάζει. Αυτό ήτανε μεταβγαλμένο. Ο βασιλιάς τρόμαξε, σου λέει «με δηλητηρίασαν τώρα», ήτανε ολόκληρο επεισόδιο. «Μη φοβάσαι, βασιλιά μου», του λένε, «είναι ρακή μεταβγαλμένη». Και γέλασαν όλοι λοιπόν. Τον έφεραν λίγο νερό μετά… Αυτό είναι γεγονός.

Τα παιδιά στο μεταξύ χάνουν το μυαλό τους με τις φωλιές των πελαργών σε καπνοδόχους των σπιτιών, αλλά και με τους ίδιους τους πελαργούς που συμπληρώνουν το χειροποίητο θαύμα του κ. Πιστικού. Εμείς οι δάσκαλοι, όμως, τρελαινόμαστε διαβάζοντας την κλίμακα, πράγμα που φανερώνει πως έχουμε μπροστά μας ακριβέστατα αντίγραφα. Μάλιστα, ο ίδιος ο δημιουργός μάς διαβεβαιώνει πως δούλευε, αφού προηγουμένως έπαιρνε τα μέτρα «με το χιλιοστό»μας λέει χαρακτηριστικά, όχι μόνο από τους τοίχους του κάθε σπιτιού, αλλ’ ακόμη κι από τα παράθυρά του, τις πόρτες του, «και οι πέτρες ακόμα είναι μετρημένες», όλα...

Τα παιδιά εξακολουθούν να εντυπωσιάζονται από τις φοβερές λεπτομέρειες ∙ τις ραγισματιές στους τοίχους, τα φαναράκια, τα σημάδια που έχουν αφήσει στους τοίχους τα απόνερα που « τα πετούσαν οι νοικοκυρές από το παράθυρο κάτω στον κήπο», το ρόπτρο σε κάποια εξώπορτα-το «τσουκαλίδι» μάς το λέει καστοριανά ο ξεναγός μας,…Επίσης αναγνωρίζουν τα δυο χρώματα «που ήταν στην ημερησία διάταξη, κυριαρχούσαν τότε, την ώχρα και το μπλε», όπως λέει χαρακτηριστικά ο κ. Πιστικός…

[...] Αυτό εδώ είναι το αρχοντικό του Σπάλα. Αυτός ήταν τόσο πλούσιος, που δύο φορές το χρόνο ξεφόρτωναν τις λίρες με τις καμήλες(!).
Φτάνουμε σε μια σύνθεση αρχοντικών. Εκεί ακούμε κατάπληκτοι:
Αυτό είναι σύνθεση αρχοντικών. Κάθε πλευρά είναι και άλλο αρχοντικό το οποίο χάθηκε. Όπως και του Σπάλα, που γκρεμίστηκε απ’ τα χρόνια κι είναι τώρα οικόπεδο.

[...] Αυτή εδώ είναι η Κουμπελίδικη, η μοναδική εκκλησία που έχει κουμπέ, τρούλο. Το 1940 έπεσε εδώ πάνω μία βόμβα και τον γκρέμισε τον τρούλο απάνω. Και μετά ο αρχαιολόγος Πελεκανίδης ήρθε και την αναστήλωσε και την ξανάκανε όπως ήταν. Είναι από τον 11ο αιώνα , είναι το έμβλημα της πόλεως ∙ όπως η Θεσσαλονίκη έχει το Λευκό Πύργο, η Αθήνα την Ακρόπολη, εμείς έχουμε αυτήν την εκκλησία εδώ.

[...]Αυτό είναι το σπίτι του Μπασάρα. Ο Μπασάρας ήτανε γιατρός και το σπίτι του είχε άλλο ένα πάτωμα, αλλά, επειδή έβλεπε στα παράθυρα ενός τούρκικου σπιτιού, τον ανάγκασαν να κατεβάσει το πάτωμα, να μείνει το σπίτι με δύο πατώματα.

[...] Κι εδώ είναι κάτι που πρέπει να το ξέρετε. Είναι το σπίτι των αδελφών Εμμανουήλ. Αυτά τα δύο αδέρφια, τον Παναγιώτη και τον Ιωάννη, τους κρέμασαν οι Τούρκοι και τους ρίξανε στο ποτάμι.

[...] Εδώ είναι το τζαμί. Το Κουρσούμ τζαμί (το τζαμί που είναι στο ΙΚΑ, μόνο δεν υπάρχει ο μιναρές απάνω όπως εδώ στην αναπαράστασή του). Εδώ η Καστοριά παλαιότερα είχε 7 τζαμιά. Μετά την απελευθέρωση στις 11 Νοεμβρίου του 1912, άρχισαν ένα ένα να τα χαλάνε τα τζαμιά. Και πριν από αυτό το τζαμί ήταν το τζαμί το άλλο που είναι πάνω στη Δεξαμενή, στον Ξενία. Είχαν γκρεμίσει, λοιπόν, τα 5 τζαμιά, στο έκτο τζαμί πέφτει απάνω ο τρούλος και σκοτώνει ένα παιδί που ήταν από κάτω. Ήταν το παιδί του Σάπκαρη, Καστοριανό, 11 ετών, και τότε είπαν «μας τιμώρησε ο Αλλάχ» κι αναγκάστηκαν να σταματήσουν, αλλά το τζαμί το είχανε γκρεμίσει. Και έτσι σώθηκε αυτό το τζαμί-το Κουρσούμ τζαμί-, που είναι φτιαγμένο από το Σινάν, αρχιτέκτονα ο οποίος ήταν χριστιανός εξισλαμισμένος και έχει χτίσει τα καλύτερα τζαμιά εδώ, στα Τρίκαλα και στην Κωνσταντινούπολη. Είναι πολύ σημαντικός αρχιτέκτονας.

[...] Και αυτά είναι τα περίφημα βιτρό. Παλαιότερα δε λέγανε «πόσα διαμερίσματα έχει ο τάδε;», λέγανε «πόσα βιτρό έχει;», τόσο μεγάλη αξία είχαν τα βιτρό, και απαγορεύονταν να αντιγράψουν ο ένας τεχνίτης από τα βιτρό του αλλουνού, αλλά ούτε και δύο ίδια να γίνουν μέσα στο ίδιο σπίτι. Έπρεπε ο κάθε τεχνίτης να κάνει δικά του σχέδια.

[...] Μπροστά στην αναπαράσταση του Λιμναίου Οικισμού, ο κ. Πιστικός μας αποκαλύπτει πως υπήρξε συνεργάτης του κ. Μουτσόπουλου. «Μου έστειλε ο καθηγητής σχέδια από άλλους τέτοιους οικισμούς κι εγώ έκανα πιστή αντιγραφή.» Με την αφορμή αυτή, επισημαίνουμε για άλλη μια φορά την ιδιαίτερη αξία που έχει το έργο του, όχι μονάχα την καλλιτεχνική, αλλά και ως ασφαλής πηγή πληροφόρησης, καθώς αντιγράφει πιστότατα το πρωτότυπο που αναπαριστά.
Και, καθώς φτάνουμε στα αντίγραφα κάποιων από τις εκκλησιές-μνημεία της πόλης…
Είναι ο άγιος Στέφανος. Εδώ, το επάνω μέρος αυτής της εκκλησίας ήταν ασκηταριό. Ασκήτευε εκεί ασκητής.

[...] Αυτό το αρχοντικό, το αρχοντικό Παπατέρπου, είναι το μεγαλύτερό μου έργο. Έκανα ένα χρόνο για να το φτιάξω. Αυτή εδώ είναι μπίσμπα. Πίναμε νερό από δω. Έβγαινε ανάβρα νερό και παίρναμε νερό και πίναμε, παλαιότερα που η Καστοριά δεν είχε νερό από τις βρύσες όπως έχει τώρα. Στην Καστοριά πίναμε από τις μπίσμπες-υπήρχαν δύο στην Καστοριά, η μία εδώ, στου Παπατέρπου το σπίτι, η άλλη πίσω από ένα σουπερμάρκετ, ήταν κι εκεί ίδια μπίσμπα, αλλά κι από τα πηγάδια και από τη λίμνη μέχρι το 1932.

[...] Εδώ το αρχοντικό του Μπατρίνου, που ήταν ήρωας του Μακεδονικού Αγώνα, γιατρός. Σήμερα υπάρχει ένας απόγονος Μπατρίνος, γιατρός, στην Αθήνα. Όταν μάλιστα πηγαίνουν Καστοριανοί, τους εξετάζει κι όταν βγάζουν να τον πληρώσουν, τους λέει: «Καλά, δε διαβάσατε την ταμπέλα στην πόρτα που λέει ότι οι Καστοριανοί δεν πληρώνουν εδώ;».

[...] Εδώ ο αϊ-Νικόλας του Βουνού. Εδώ δε, στην τρύπα αυτή, ήτανε ασκηταριό. Το 10ο αιώνα, όταν τους διώξανε τους χριστιανούς από τη Μολδοβλαχία, ήρθαν κατοίκησαν εδώ, γύρω από τη λίμνη της Καστοριάς, όπως πήγαν και στις Πρέσπες.

[...] Αλλά με την ίδια αγάπη που ο δημιουργός έκανε τα αρχοντικά του, δούλεψε και το σπιτάκι των ψαράδων: Αυτό το σπίτι το ‘χτισαν οι ψαράδες. Όταν τους έπιανε φουρτούνα στη λίμνη μέσα, πηγαίνανε εδώ και στεγάζονταν, για να μην κρυώσουν.

[...] Άλλο ένα αρχοντικό που δεν υπάρχει σήμερα, το αρχοντικό Στεφανή.

[...] Εδώ είναι η περίφημη Μαυριώτισσα, που ονομάστηκε έτσι επειδή είναι απέναντι από το Μαύροβο. (Τα παιδιά παρατηρούν τις εξωτερικές τοιχογραφίες του ναού. Η Γιάννα επισημαίνει την περίφημη Ρίζα του Ιεσσαί.) Χτίστηκε το 1082 από τον Αλέξιο Κομνηνό. Την Καστοριά τότε την κατείχαν οι Νορμανδοί και ο Αλέξιος Κομνηνός δεν μπόρεσε να μπει από τα κάστρα να απελευθερώσει την Καστοριά και τι έκανε; Πήγε απέναντι από το Μαύροβο, από το Δισπηλιό και μαζεύει όλα τα καράβια και τα μονόξυλα, βάζει το στρατό του μέσα νύχτα και βγαίνει εδώ στην Καστοριά, στο Κοκκινόχωμα. Έγινε αποβίβαση με μονόξυλα στο Κοκκινόχωμα (κοντά στη Μαυριώτισσα) και μπήκε απ’ την πίσω μεριά και κατέλαβε την πόλη της Καστοριάς και τότε αναγκάστηκαν να υπογράψουν τη συνθήκη, φύγανε οι Νορμανδοί και έμεινε ο Αλέξιος Κομνηνός.

Ακολουθεί η συνέντευξη που πήραν τα παιδιά του Σχολείου από τον κ. Πιστικό.


***

Μαρίνα: Κουραστήκατε όταν τα φτιάχνατε αυτά τα σπιτάκια;

Ν. Πιστικός: Πολλά ξενύχτια. Η γυναίκα μου, όταν ξεχνιόμουνα κάτω στο εργαστήριο, διότι το εργαστήριο ήταν ξεχωριστά, στο κάτω μέρος του σπιτιού, ερχότανε και μου έλεγε: «Άιντε, τι κάνεις; Ακόμα δουλεύεις;». Τόσο πολύ δούλευα.

Αναστασία: Με τι υλικά τα φτιάξατε;

Ν. Πιστικός: Τα υλικά ποικίλουν ανάλογα με την περίπτωση. Άλλα υλικά έχουν οι εκκλησίες, άλλα υλικά τ’ αρχοντικά, ό,τι χρειάζεται το καθένα. Αυτά τα υλικά τα βρίσκει κανείς στα καταστήματα, δεν είναι δικά μου.

Πέτρος: Αυτά τα αρχοντικά που έχετε φτιάξει υπάρχουν ακόμα ή όχι; Κατοικούνται ή όχι;

Ν. Πιστικός: Όπως είπαμε πριν, εκτός από κάνα δυο που έχουν πέσει, όλα τ’ άλλα υπάρχουν και σήμερα. Ορισμένα από αυτά κατοικούνται, άλλα όμως δεν κατοικούνται γιατί υπάρχουν πολλοί κληρονόμοι και τ’ αφήνουν και πέφτουν.

Μαρία: Πόσες ώρες δουλεύατε περίπου την ημέρα;

Ν. Πιστικός: Πάντα δούλευα μετά τη δουλειά. Αλλά πολλές ώρες. Και όταν έβρισκα ευκαιρία, δεν την άφηνα να πάει χαμένη. Πάντα κάτι έκανα.

Βαρβάρα: Αυτά τα έργα, που σήμερα είναι δικά σας, στο μέλλον σε ποιον θα ανήκουν;

Ν. Πιστικός: Έχω παιδιά, έχω εγγόνια, εκεί θα μείνουν.

Αλέξανδρος: Στενοχωρηθήκατε ποτέ, πήρατε πίκρες εξαιτίας της δουλειάς σας;

Ν. Πιστικός: Αχ, αχ…Πολλές. Αν δεν είχα τόσο υπομονή θα τα είχα παρατήσει απ’ την πρώτη ώρα, αλλά…Εμένα αυτό που με εντυπωσίαζε και η χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη, όταν δημιουργούσα κάποιο έργο και το τελείωνα. Τότε για μένα ήταν η μεγάλη χαρά. Κι έλεγα: «Αυτό το έργο είναι έργο μουσειακό και μπαίνει στην άκρη. Δεν πουλιέται όσα λεφτά και να μου δίνανε. Κι έτσι δεν έχω πουλήσει κανένα απ’ αυτά τα έργα τα μεγάλα. Γι’ αυτό ακριβώς σήμερα έχω τη χαρά να τα βλέπω όλα αραδιασμένα εδώ και να τα χαίρομαι εγώ όπως τα χαίρονται και όλοι οι επισκέπται που έρχονται στην Καστοριά. Από τα πρώτα έργα που έκανα είχαν κάνει τόση εντύπωση, βάζοντάς τα στη βιτρίνα του μαγαζιού, που σταματούσε ο κόσμος και χάζευε και όλα αυτά, λέω: «Ωραίο πράμα», δηλαδή, «πέτυχα αυτό που ήθελα».

Ευδοκία: Ο σκοπός είναι να μείνουν αυτά τα έργα εδώ ή να πάνε σε άλλο χώρο ειδικό;Ν. 

Πιστικός: Η υπόσχεση από το Νομάρχη, τον κ. Λιάντση, είναι ότι τα έργα αυτά θα μπούνε σε ειδική αίθουσα. Μπαίνοντας από την κεντρική είσοδο, αριστερά, θα δημιουργηθεί ένας χώρος και θα γίνει ένα μουσείο που θα στεγάσει μόνο τα έργα μου.

Μαρία: Συνεχίζετε να δημιουργείτε ακόμα;

Ν. Πιστικός: Ναι. Δεν μπορώ να σταματήσω, γιατί το μεράκι μου είναι τόσο μεγάλο, που πρέπει να κάνω, αλλά δεν κάνω πλέον μουσειακά έργα, κάνω κάτι άλλο, για να περνάει η ώρα μου. Πιο μικρά έργα για να περνάει η ώρα μου.

Μαρίνα: Έρχεται κόσμος στην έκθεσή σας; Είστε ευχαριστημένος από τον κόσμο που έρχεται;

Ν. Πιστικός: Κοιτάξτε. Όταν είχα το μουσείο μου στο σπίτι, όπου είχα έναν ειδικό χώρο, τότε περνούσε χιλιάδες κόσμος. Ερχόταν, περνούσαν τα λεωφορεία, τα είχαν μάθει όλοι και σταματούσαν εκεί και μπαίναν μέσα. Και δεν πρέπει να ξεχάσω να σας πω ότι η είσοδος ήταν δωρεάν. Δεν πλήρωνε κανείς τίποτε. «Όσο ζω εγώ», έλεγα πάντα, «δε θέλω να βγάλω λεφτά από αυτό που κάνω». Όσο για τα υλικά που τα αγόραζα, ε, τι να κάνω; Έκανα οικονομίες από αλλού και αγόραζα τα υλικά. Δεν πούλησα τα μεγάλα έργα, αυτά που ονόμαζα μουσειακά έργα. Όμως, έκανα άλλα μικροέργα, τα οποία και πουλούσα. Η χαρά μου βλέποντας τα μεγάλα έργα ήταν ανώτερη από κάθε άλλη πληρωμή, η χαρά της δημιουργίας.

Βασίλης: Ποιος ήταν ο λόγος που τα κάνατε όλα αυτά;

Ν. Πιστικός: Ο λόγος ήταν πως ήθελα από μικρός να κάνω κάτι ξεχωριστό. Δεν ήθελα να αντιγράψω, να κάνω ζωγραφική που δουλεύουν χιλιάδες άλλοι άνθρωποι. Ήθελα να κάνω κάτι που να είναι ωραίο και πρωτότυπο και να μείνει. Να είναι κάτι ζωντανό. Κι όπως είναι ζωντανό, όπως τα βλέπετε. Έχει πολλές διαστάσεις. Έχει μέσα του και το χρόνο. Κρύβει πολλά πράγματα αυτό. Μάλιστα, μία αρχιτέκτων έχει γράψει μέσα στο βιβλίο που έχω: «Αν κάποτε καταστραφούν τα αρχοντικά της Καστοριάς, θα μείνουν μόνον οι πίνακες του Παπαντίνα και τα έργα του Πιστικού».

Φώτης: Συνολικά πόσα χρόνια έχετε δουλέψει;

Ν. Πιστικός: Να σας πω, δε βάζω τα προηγούμενα χρόνια πριν φύγω στρατιώτης, μετά που απολύθηκα από στρατιώτης, από το 1951 μέχρι σήμερα, είναι περίπου 58 χρόνια.


Κώστας: Αν ξέρατε όλα όσα θα σας συνέβαιναν, τις πίκρες, θα ξεκινούσατε;

Ν. Πιστικός: Όχι. Όχι, όχι.

Γιώργος: Ποια είναι η πιο μεγάλη σας πίκρα σε σχέση με το έργο σας;
Ν. Πιστικός: Δεν μπορώ να πω ορισμένα πράματα, γιατί θα εκθέσω ανθρώπους. Ας πω, όμως, κάτι, για να μη νομίσετε πως θέλω να αποφύγω την απάντηση. Όταν έκανα τα πρώτα έργα, πέρασε από το μαγαζί μου ένας δημοτικός άρχοντας. Λοιπόν, όταν είδε το έργο και ότι… Απ’ το μαγαζί περνούσε πάρα πολύς κόσμος. Όσοι κάνανε βόλτα σταματούσαν για να βλέπουν τα έργα. Και μάλιστα θυμάμαι ήταν ένα έργο, τα ψαράδικα, τα οποία είναι μέσα στη λίμνη φτιαγμένα, είναι το μόνο έργο το οποίο λείπει από τη συλλογή μου. Λοιπόν, μπήκε μες στο μαγαζί και μου λέει: «Νίκο, ωραίο και ξέρω γω…», σαν είδε τον κόσμο εκεί, «θα μου πεις πόσο υλικό ξόδεψες, για να το πάρουμε για το Δημαρχείο αυτό…»

Πηνελόπη: Τι σας λέει ο κόσμος που βλέπει τα έργα σας;
Ν. Πιστικός: Αυτά που λέει με ικανοποιούν. Αυτά που γράφει στο βιβλίο των εντυπώσεων…Αυτά για μένα είναι η μεγαλύτερη αμοιβή.

Πηνελόπη: Τι σημαίνουν για σας τα έργα σας; Αν σας έλεγαν να πείτε με μια λέξη τι είναι για σας όλα αυτά που έχετε φτιάξει, τι θα λέγατε;

Ν. Πιστικός: Όπως ένας πατέρας έχει τα παιδιά του και τα βλέπει και χαίρεται, έτσι χαίρομαι κι εγώ αυτά σαν παιδιά μου.

Ιωάννης : Σας τη δίδαξε κανείς την τέχνη ή μόνος σας την ανακαλύψατε;

Ν. Πιστικός: Η τέχνη είναι απ’ το Α ως το Ω όλη δικιά μου. Δεν έχω πάει πουθενά, διότι δεν είχα χρόνο για να πάω να σπουδάσω ή κάποιος να με δείξει… Δεν υπήρχε πριν από μένα κάποιος άλλος, πώς το λένε…Ό,τι δημιούργησα δημιούργησα με το πνεύμα το δικό μου και με τη σκέψη τη δική μου.

Ιωάννης: Διδάξατε σε άλλον την τέχνη σας;

Ν. Πιστικός: Κανένας δε θέλει να κλειστεί μέσα στο εργαστήριο, για να κάνει αυτή τη δουλειά. Και κάτι άλλο: όσοι μου είπαν «ξέρεις, εγώ άρχισα κάνω ένα έργο…» ή οι μητέρες λέγανε ή ο πατέρας μού έλεγε «κύριε Νίκο, ο γιος μου, κι αυτός ασχολείται και κάτι άρχισε» «ε», λέω, «όταν τελειώσει, να μου το πείτε». Ε, κανένας δεν το τελείωσε, γιατί όλοι τα παράτησαν από την πρώτη δυσκολία που βρήκαν.

Ο δημιουργός είναι πολύ μοναχικό άτομο. Γιατί η δημιουργία χρειάζεται αφοσίωση και θυσία.


Για το δημοτικό σχολείο Μαυροχωρίου
Η δασκάλα του
Σόνια Ευθυμιάδου Παπασταύρου



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 26.2.2009 και 5.3.2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ