1.11.08

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΛΥΚΟΓΙΑΝΝΗ: Χρυσοφιλία και επίσημη πολιτική κατά την δεκαετία του 1960



Στην παρούσα εργασία επιδιώκεται να παρουσιαστεί μια σύντομη περιγραφή της ελληνικής αγοράς χρυσού κατά την δεκαετία του 1960. Έχει ως σημείο αναφοράς δύο οικονομικά γεγονότα: την ραγδαία αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων των πρώτων μεταπολεμικών ετών και τον εξοβελισμό της χρυσής λίρας από τις συναλλαγές. Ειδικώτερα, από νομισματικής πλευράς, η εκρίζωση της χρυσοφιλίας αποτελεί σταθμό στη μεταπολεμική οικονομική ιστορία της χώρας, καθώς τα μέτρα που υιοθετήθηκαν από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου τον Δεκέμβριο του 1965 συνετέλεσαν στη μείωση του ρυθμού αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας, στη σημαντική αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων και στην ανακοπή της διαρροής δραχμών και συναλλάγματος στο εξωτερικό, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο, αν και υπό συνθήκες έντονης υπερπροσφοράς χρυσών λιρών από το κοινό στην Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), την χρηματοδότηση των παραγωγικών αναγκών της οικονομίας από τα ίδια διαθέσιμα των εμπορικών τραπεζών.

Η αποθησαύριση χρυσών λιρών δεν αποτελούσε τότε κάτι νέο στην Ελλάδα. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα πολύπλοκο έργο, του οποίου τα όρια και τις δυνατότητες οριοθετούσαν οι αυξανόμενες πολιτικές εντάσεις και οι συμπεριφορές που εμπεδώθηκαν την περίοδο της Κατοχής, όπως η κερδοσκοπία, ο αποθησαυρισμός και η χρυσοφιλία: την οκταετία από το 1946 ως το 1953, έτος κατά το οποίο η τολμηρή υποτίμηση της δραχμής μετέβαλε εξ ολοκλήρου το νομισματικό τοπίο, η ΤτΕ πούλησε σε ιδιώτες 8,1 εκατ. χρυσές λίρες. Τον Απρίλιο του 1953, η επίσημη ισοτιμία της δραχμής έναντι του δολαρίου διπλασιάστηκε από 15.000 σε 30.000 δρχ. και το ίδιο σχεδόν συνέβη με την τιμή της χρυσής λίρας: η μέση μηνιαία τιμή της από 182.288 δρχ. τον Μάρτιο ανήλθε σε 268.104 και 319.891 τον Απρίλιο και Ιούνιο αντίστοιχα ενώ τον Οκτώβριο υποχώρησε στις 300.200. Μολονότι στις διεθνείς αγορές παρέμεινε σταθερή ή σημείωνε κάμψη, τον Φεβρουάριο του 1954 κινήθηκε σε υψηλότερα επίπεδα (328.938 δρχ.) της αντίστοιχης τιμής άλλων αγορών του εξωτερικού. Τον Μάρτιο του 1954 υποχώρησε σε επίπεδα αισθητά χαμηλότερα (308.792 δρχ.)2.

Για την περίοδο 1953-58 δεν υπάρχουν ετήσια στοιχεία αγοραπωλησιών χρυσών λιρών από την ΤτΕ. Σε γενικές γραμμές, το 1954, αν και η ελληνική αγορά χρυσού παρέμεινε αμετάβλητη, η συμπεριφορά του αποταμιευτικού κοινού άρχισε σιγά-σιγά να μεταβάλλεται, ώστε μετά από μια μακρά περίοδο εθισμού στη χρυσή λίρα, να διατηρεί πλέον μεγαλύτερες αναλογίες ρευστών δραχμικών διαθεσίμων και τραπεζικών καταθέσεων3. Τα επόμενα έτη, το ήρεμο πολιτικό σκηνικό και το γεγονός ότι ο τιμάριθμος χονδρικής πώλησης αυξήθηκε κατά μόλις 2,7% μεταξύ 1956 και 19624 τόνωσε περαιτέρω την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα με αποτέλεσμα αυτό να πωλεί στην ΤτΕ αντί να αγοράζει χρυσές λίρες5 και να περιοριστεί ουσιαστικά η χρήση τους ως μέσο αποθησαυρισμού και πληρωμών, μολονότι οι μεγάλες συναλλαγές, ιδίως στην αγορά ακινήτων, εξακολούθησαν να καθορίζονται σε χρυσές λίρες. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού στη σταθερότητα της δραχμής φαίνεται επίσης από τη σημαντική αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων στις εμπορικές τράπεζες και στους ειδικούς πιστωτικούς οργανισμούς, από 4,3 δισεκ. δρχ. το 1956 σε 24,743 δισεκ. δρχ. το 19626. Μάλιστα, στα τέλη του 1962, σημειώθηκε η μεγαλύτερη μεταπολεμική ετήσια αύξηση, δηλ. 5,021 δισεκ. δρχ. ή 25,5%: η αντίστοιχη αύξηση το 1961 ήταν 3,090 δισεκ. δρχ. ή 18,6%. Χαρακτηριστική της εμπιστοσύνης του κοινού στο εθνικό νόμισμα είναι επίσης η ψυχραιμία με την οποία οι αποταμιευτές αντέδρασαν στα γεγονότα της Κούβας τον Οκτώβριο του 1962, καθώς οι υπεραναλήψεις δεν υπερέβησαν το 1% του συνόλου των ιδιωτικών καταθέσεων7.

Καίτοι η χρυσή λίρα πλέον είχε παύσει να αποτελεί ευρέως χρησιμοποιούμενο μέσο συναλλαγών, συνέχισε να είναι αντικείμενο κερδοσκοπίας8. Εξάρσεις στη ζήτηση χρυσών λιρών εκδηλώθηκαν κατά καιρούς σε περιόδους αστάθειας και αβεβαιότητας λόγω έκτακτων εξωτερικών9 ή εσωτερικών πολιτικών γεγονότων, και είχαν συνήθως έκταση και διάρκεια σχετικά περιορισμένη, ενώ η ζήτηση χρυσών λιρών καλυπτόταν κυρίως από το απόθεμα της ΤτΕ10, αλλά και από αγορές από το εξωτερικό για λογαριασμό της. Σε περιόδους σταθερότητας, οι χρυσές λίρες επέστρεφαν στην ΤτΕ και το αντίτιμό τους επανατοποθετούνταν στο τραπεζικό σύστημα υπό τη μορφή καταθέσεων.

Τον Ιούνιο του 1963, λίγο μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή, παρατηρήθηκε νέα αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος του κοινού για την αγορά χρυσών λιρών: τα πολιτικά γεγονότα που ακολούθησαν –– αρχικά, τον τόνο έδωσε η έντονη αντίθεση προς τα εκλογικά αποτελέσματα του 1961, ενώ με την απόπειρα κατά του Γρηγόρη Λαμπράκη τον Μάιο του 1963 η πολιτική κρίση εντάθηκε ακόμη περισσότερο· αποκορυφώθηκε με το πόρισμα των ανακρίσεων και τις αποκαλύψεις για την άμεση εμπλοκή της αστυνομίας, που οδήγησαν στην παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή μέσα σε λιγότερο από τρεις βδομάδες· πέρασε από το στάδιο των δύο υπηρεσιακών κυβερνήσεων που σχημάτισαν ο Παναγιώτης Πιπινέλης (17 Ιουν.-28 Σεπ. 1963) και ο Στυλιανός Μαυρομιχάλης (28 Σεπ.-3 Νοε.) και κατέληξε στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου του 1963· πέντε μέρες αργότερα, σχηματίστηκε η νέα κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ)· ο Γεώργιος Παπανδρέου επιθυμούσε αυτοδύναμη πλειοψηφία και στις 24 Δεκεμβρίου υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του με αποτέλεσμα τον σχηματισμό υπηρεσιακής υπό τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο, που οδήγησε τη χώρα σε νέες εκλογές· στις 16 Φεβρουαρίου του 1964 η ΕΚ κέρδισε με 52,8% των ψήφων· στις 15 Ιουλίου του 1965, μεσούσης της πολιτειακής κρίσης που προέκυψε από τη σύγκρουση Παπανδρέου με τα Ανάκτορα, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος διόρισε ως πρωθυπουργό τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα με υπουργούς στελέχη της ΕΚ· η νέα κυβέρνηση απέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και ακολούθησε νέα αποτυχημένη προσπάθεια υπό τον Ηλία Τσιριμώκο για να αναλάβει τελικά την πρωθυπουργία της χώρας ο Στέφανος Στεφανόπουλος (17 Σεπ. 1965-22 Δεκ. 1966) - όχι μόνο επηρέασαν άμεσα και σε έντονο βαθμό κρίσιμα νομισματικά μεγέθη, όπως για παράδειγμα, την εξέλιξη των ιδιωτικών καταθέσεων, αλλά ήταν αρκετά πιθανό η περαιτέρω συνέχιση της αβεβαιότητας ως προς την εσωτερική πολιτική κατάσταση και το Κυπριακό, και την υπό αυτών οφειλόμενη αυξητική επίδραση στη ζήτηση χρυσών λιρών, να εξαντλήσει πλήρως το σε χρυσές λίρες απόθεμα της ΤτΕ, να προκαλέσει μεγάλη επιβάρυνση στο συναλλαγματικό απόθεμα, να έχει δυσμενή αντίκτυπο επί των προσπαθειών εξασφάλισης δανείων και βοήθειας από το εξωτερικό και σε τελική ανάλυση να υπονομεύσει την νομισματική σταθερότητα και οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Προς τά τέλη του 1963, το φαινόμενο της ζήτησης χρυσών λιρών έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις και μονιμότερο χαρακτήρα, ιδίως δε κατά την προεκλογική εκστρατεία του 1964. Το απόθεμα σε χρυσές λίρες της ΤτΕ υπέστη την μεγαλύτερη καθ’ όλη την μεταπολεμική περίοδο μείωση, καθώς το τρίμηνο από τον Νοέμβριο του 1963 έως τον Ιανουάριο του 1964 έγιναν υπερπωλήσεις 3.672.200 περίπου χρυσών λιρών, ενώ το δωδεκάμηνο από το Φεβρουάριο του 1963 ως τον Ιανουάριο του 1964 οι υπερπωλήσεις ανήλθαν σε 3.389.100 περίπου χρυσές λίρες11. Παράλληλα, αν και δεν εκδηλώθηκε αύξηση στη ζήτηση άλλων κατηγοριών αγαθών (καταναλωτικών/διαρκών) και το επίπεδο τιμών παρέμεινε ανεπηρέαστο όλη την περίοδο από τον Ιούνιο του 1963 έως τον Φεβρουάριο του 196412, ο ρυθμός αύξησης των ιδιωτικών καταθέσεων άρχισε να υποχωρεί τον Δεκέμβριο του 1963, λόγω της στροφής τμήματος των αποταμιευτών προς τη χρυσή λίρα13.

Για την αντιμετώπιση της κρίσης και την προστασία του κοινού από την κερδοσκοπία, οι νομισματικές αρχές, αμέσως μετά την εκδήλωση της αυξημένης πίεσης στην αγορά της χρυσής λίρας, έλαβαν μέτρα περιορισμού της ρευστότητας των εμπορικών τραπεζών και συγκράτησης των πιστώσεων. Όμως, η ζήτηση χρυσών λιρών εντάθηκε ακόμη περισσότερο αντί να υποχωρήσει. Για να χαλιναγωγήσει την νέα έξαρση, η υπηρεσιακή κυβέρνηση Παρασκευόπουλου τον Ιανουάριο του 1964 θέσπισε επίσημη και αυστηρά ελεγχόμενη αγορά χρυσών λιρών στο Χρηματιστήριο Αθηνών μέσω εξουσιοδοτημένων χρηματιστών: η αγορά αυτή λειτουργούσε παράλληλα και ανεξάρτητα από την ελεύθερη αγορά χρυσών λιρών, η οποία αφέθηκε τελείως ανεμπόδιστη. Συγκεκριμένα, σε καθοριζόμενη από την ΤτΕ τιμή και βάσει ειδικής διαδικασίας, ο ενδιαφερόμενος αγοραστής ήταν υποχρεωμένος να δείξει την ταυτότητά του, και ταυτόχρονα να υπογράψει υπεύθυνη δήλωση ότι αν μεταγενέστερα επιθυμούσε να ρευστοποιήσει τις χρυσές λίρες που απέκτησε με αυτό τον τρόπο, να δύναται να το κάνει μόνο στην ΤτΕ ή σε ένα εξουσιοδοτημένο από αυτή χρηματιστή. Η μέση ετήσια τιμή της χρυσής λίρας από 309,37 δρχ. το 1955, ανήλθε σε 320,47 το 1956, 313,95 το 1957 και 304,56 το 1958. Με εξαίρεση το 1960 και το 1962 οπότε υποχώρησε στις 283,72 και 289,40 αντίστοιχα, η μέση τιμή της κινήθηκε μεταξύ 290,72 το 1959, 291,60 το 1961 και 294,62 το 1963. Τα επόμενα έτη από 301,47 το 1964, ανήλθε σε 311,89 το 1965 και 313,66 το 196614.
Με την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού τον Φεβρουάριο του 1964, η καθιέρωση της επίσημης ελεγχόμενης αγοράς επέδρασε κατευναστικά στο κοινό με αποτέλεσμα τον επί τρίμηνο περιορισμό της ζήτησης χρυσών λιρών και την μεταστροφή των υπερπωλήσεων σε υπεραγορές χρυσών λιρών από την ΤτΕ. Σύντομα, όμως, το σύστημα αυτό ατόνησε υπό την επίδραση κυρίως των επανειλημμένων κρίσεων του Κυπριακού εντός του 1964 και των συνεχών παρεμβάσεων της ΤτΕ στην ελεύθερη αγορά για να διατηρήσει σταθερή την τιμή της χρυσής λίρας, στην οποία πλέον απέδιδε και πάλι βαρύνουσα σημασία. Έτσι, οι υπερπωλήσεις χρυσών λιρών συνεχίσθηκαν αμείωτες από το Μάιο ως τον Οκτώβριο του 1964, και τελικά να διαρρεύσουν από το απόθεμα της ΤτΕ περί τα 3.600.000 χρυσές λίρες: σημειωτέον ότι ο ρυθμός αύξησης των ιδιωτικών καταθέσεων τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1964 έπεσε κάτω και από το μισό της αντίστοιχης περιόδου του 196315.

Τον Ιανουάριο του 1965 η ζήτηση χρυσών λιρών εξακολούθησε να είναι ιδιαίτερα έντονη και οι νομισματικές αρχές βρέθηκαν στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να εφοδιαστούν και πάλι με χρυσές λίρες από το εξωτερικό: κατά την δωδεκάμηνη περίοδο από τον Ιανουάριο του 1964 έως τον Φεβρουάριο του 1965 αγοράσθηκαν από το Λονδίνο 5.100.000 χρυσές λίρες για τις οποίες δαπανήθηκε συνάλλαγμα $51.000.000 περίπου, ενώ συγχρόνως το ρυθμιστικό απόθεμα της ΤτΕ μειώθηκε από 6.600.000 σε 3.600.000 περίπου, δηλ. κατά 3.000.000 τεμάχια τρέχουσας αξίας $30.000.00016. Στο μεταξύ, η πολιτική κρίση της 15ης Ιουλίου του 1965 προκάλεσε νέα έξαρση στη ζήτηση χρυσών λιρών, με αποτέλεσμα να διαρρεύσουν από το απόθεμα της ΤτΕ άλλες 2.014.300 χρυσές λίρες περίπου17. Η αθρόα πώληση χρυσών λιρών και η συναφής προς αυτή διαρροή δραχμών και συναλλάγματος στο εξωτερικό, σε συνδυασμό με το διευρυνόμενο έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών λόγω της ραγδαίας αύξησης των εισαγωγών, είχαν πλέον καταστήσει επιτακτική την διακοπή της πώλησης χρυσών λιρών σε σταθερή τιμή, το οποίο και τελικά έγινε μετά την παραίτηση Παπανδρέου τον Ιούλιο του 1965, καθώς επετράπη η διακύμανσή της στην επίσημη ελεγχόμενη αγορά. Επί σειρά μηνών, μολονότι σημειώθηκε ουσιαστική μείωση στις υπερπωλήσεις χρυσών λιρών από την ΤτΕ, η πολιτική της παρέμβασης με μεταβαλλόμενη τιμή δεν έφερε τελικά το ποθητό αποτέλεσμα, καθώς υπό την επίδραση φημών στα μέσα Νοεμβρίου ότι η οικονομία διέτρεχε κίνδυνο και ότι η χρυσή λίρα επρόκειτο να υπερτιμηθεί κατά πολύ εκδηλώθηκε νέο κύμα πίεσης στην αγορά της χρυσής λίρας με αποτέλεσμα να διαρρεύσουν άλλες 1.049.400 χρυσές λίρες περίπου το Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 196518.

Αν οι παραπάνω διαπιστώσεις τονίζουν το μέγεθος της ευαισθησίας του αποταμιευτικού κοινού σε διάφορα έκτακτα εσωτερικά ή εξωτερικά πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά γεγονότα, διαταρακτικά της ψυχολογίας του ατόμου, της αγοράς και γενικώτερα της οικονομίας, είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη η κατοπινή αντίδραση των αποταμιευτών στα ριζικά μέτρα της 23ης Δεκεμβρίου του 1965 τα οποία άλλαξαν άρδην το καθεστώς στην αγορά χρυσού: τα νέα μέτρα κατάργησαν την ελεύθερη αγορά της χρυσής λίρας και γενίκευσαν τη διαδικασία αγοραπωλησιών χρυσών λιρών με δηλώσεις στην ελεγχόμενη αγορά στο Χρηματιστήριο Αθηνών μέσω επίσημων χρηματιστών, ή των κατά τόπους αντιπροσώπων των. Παράλληλα, καθιέρωσαν την ΤτΕ ως το μοναδικό αγοραστή χρυσών λιρών ανώνυμα και χωρίς διατυπώσεις. Ενώ οι ιδιωτικές καταθέσεις είχαν σημειώσει συνεχή και έντονη κάμψη, από την επομένη της εφαρμογής της νέας πολιτικής σε συνδυασμό με τα δημοσιονομικά μέτρα που είχε λάβει η κυβέρνηση Στεφανόπουλου, η τάση πήρε ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Η ευνοϊκή στροφή στο ψυχολογικό κλίμα, τόσο από πλευράς εδραίωσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο εθνικό νόμισμα, όσο και εξάλειψης συμπεριφορών ασυμβίβαστων με την διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης, δεν αποτυπώθηκε μόνο στη σημαντική αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων και στη μείωση του ρυθμού αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας, αλλά και στην αντιστροφή του ρεύματος έναντι της χρυσής λίρας με αποτέλεσμα η ΤτΕ, που στις αρχές του 1965 αποτελούσε μεγάλο καθαρό πωλητή να μετατραπεί και πάλι σε σημαντικό αγοραστή. Έτσι, αν και η μέση μηνιαία τιμή της χρυσής λίρας υποχώρησε σε επίπεδα αισθητά χαμηλότερα το 1966, ο όγκος των αποθησαυρισθών χρυσών λιρών που επανεισέρρευσε στα θησαυροφυλάκια της ΤτΕ μέσα σε ένα χρόνο ανήλθε σε 9.374. 600 χρυσές λίρες, ποσό που ήταν λίγο κατώτερο από αυτό που είχε πουληθεί τα προηγούμενα τρία έτη19.

Εν κατακλείδι, όπερ και σπουδαιότερο, ένας παράγοντας συνεχούς υπονόμευσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο εθνικό νόμισμα, που είχε στοιχίσει πάνω από 150 εκατ. δολ. στο συναλαγματικό απόθεμα της χώρας20 , έπαυσε να υφίσταται.


1. (τίτλος) Ομιλία στο επιστημονικό συμπόσιο που διοργάνωσε το Ίδρυμα Κωνσταντίνου Κ. Μητσοτάκη με θέμα «Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία» στο Μέγαρο Καρατζά στις 6-8 Μαίου 2008.
2. Δελτίον του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Αθήνα, 1970, σ. 19.
3. Ως προς τις τελευταίες είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το σύνολό τους (στο τέλος του 1954) από 4,5% του ΑΕΠ (σε τρέχουσες τιμές) το 1953, έφθασε το 7,1% το 1956. Κ.Γ. Δρακάτος, Ο Μεγάλος Κύκλος της Ελληνικής Οικονομίας (1945-1995). Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση, 1997, σ. 37.
4. ΤτΕ, Μηνιαίον Στατιστικόν Δελτίον. Αθήνα, Δεκέμβριος 1963, σ. 90.
5. Από το 1958 ως το 1962, με εξαίρεση το 1960, τα διαθέσιμα στοιχεία δεικνύουν σημαντικές αγορές από την ΤτΕ (6,6 εκατ. χρυσές λίρες).
6. ΤτΕ, Μηνιαίον Στατιστικόν Δελτίον. Αθήνα, Ιούλιος 1958 (σ. 10) και Δεκέμβριος 1963 (σ. 22). Η αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων επίσης ενισχύθηκε από την άνοδο των επιτοκίων των καταθέσεων ταμιευτηρίου από 7% σε 10% τον Απρίλιο του 1956. Το επιτόκιο αυτό αργότερα μειώθηκε και το Νοέμβριο του 1960 ήταν 4,5%. Παρέμεινε αμετάβλητο μέχρι το Σεπτέμβριο του 1966, οπότε και αυξήθηκε στο 6%.
7. ΤτΕ, Εκθεσις του Διοικητού της Τραπέζης. Αθήνα, 1963, σ. 56.
8. Δύο κυρίως τρόποι αντιμετώπισης της κατάστασης αυτής υπήρχαν: η πλήρης απαγόρευση των συναλλαγών με χρυσά νομίσματα και η εφαρμογή ελαστικής πολιτικής στη τιμή της χρυσής λίρας από την ΤτΕ, η οποία ενεργούσε ρυθμιστικά άλλοτε ως πωλητής και άλλοτε ως αγοραστής. Από το 1955 και μετά η ΤτΕ σε συμφωνία με τις ελληνικές κυβερνήσεις της εποχής ακολούθησαν τη δεύτερη λύση. ΤτΕ, Εκθεσις του Διοικητού της Τραπέζης. Αθήνα, 1966, σ. 26.
9. Πολεμικές επιχειρήσεις Σουέζ (31 Οκτ.-3 Δεκ. 1956), κρίση Λιβάνου (16-19 Ιουλ. 1958), ανατίμηση χρυσού στη διεθνή αγορά (21 Οκτ. 1960-27 Ιαν. 1961), κρίση Κούβας (23-27 Οκτ. 1962).
10. Το 1962, για την αντιμετώπιση προσωρινών διαταραχών στην αγορά χρυσού, η ΤτΕ μετέφερε σε ειδικό λογαριασμό ποσό χρυσών λιρών αξίας 29 εκατ. δολ. περίπου ως ρυθμιστικό απόθεμα. ΤτΕ, Εκθεσις του Διοικητού της Τραπέζης. Αθήνα, 1963, σ. 55.
11. ΤτΕ, Τα Πρώτα Πενήντα Χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978. Αθήνα, 1978, σ. 579.
12. ΤτΕ, Εκθεσις του Διοικητού της Τραπέζης. Αθήνα, 1964, σ. 19.
13. ΤτΕ, Τα Πρώτα Πενήντα Χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978. Αθήνα, 1978, σ. 581.
14 Δελτίον του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Αθήνα, 1970, σ. 19.
15. ΤτΕ, Τα Πρώτα Πενήντα Χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978. Αθήνα, 1978, σ. 579, 581.
16. Οι εισαγωγές χρυσών λιρών από την ΤτΕ ανήλθαν σε 2.000.000 τον Ιανουάριο του 1964, 2.500.000 τον Αύγ.-Οκτ. του 1964, 500.000 τον Ιανουάριο του 1965 και 100.000 τον Φεβρουάριο του 1965. Εκτιμάται δε ότι οι εισαγωγές από ιδιώτες ανήλθαν σε 250.000 μηνιαίως κατά μέσο όρο. Βλ. Υπόμνημα προς την Κυβέρνησιν υπό της Διοικήσεως της Τραπέζης της Ελλάδος, 19.2.1965, σ. 2.
17. ΤτΕ, Τα Πρώτα Πενήντα Χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978. Αθήνα, 1978, σ. 581.
18. ό.π. σ. 580.
19. ό.π., σ. 582.
20. Νέα Οικονομία, Φεβρουάριος 1966, σ. 153.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 16.10.2008



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ