17.5.07

ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Tούρτα τάρτα

Στον Γιώργο Γκολομπία


«Γιε μου, φύλαγε τον παρά σου!", έλεγε κάθε φορά που έβλεπε τα λούσα να πληθαίνουν. Κι όταν τα εγγόνια της γκρεμίζονταν πάνω στους καναπέδες και στις πολυθρόνες, μιμούνταν με το γδούπο των κορμιών: Σντρουπ! Εκείνη, στην πολυθρόνα της καθόταν σαν την κότα στ' αυγά.
Κάποια απογεύματα, ο εγγονός της κι ένας φίλος του, ελεύθεροι από την επιτήρηση των μεγάλων, που 'λειπαν ταξίδι, καπνίζανε μπρος στ' αδύναμα μάτια της. Πλησίαζαν από πίσω αθόρυβα και ξαμολούσαν κυκλάκια, κι εκείνη, βγαίνοντας απ' τη συλλογή της, καθώς τα 'βλεπε να περνούν ταχέως σαν να ξεπήδαγαν από τις άσπρες τούφες των μαλλιών της, ψέλλιζε, θολωμένη, ένα: Τι 'ναι τούτα μπρε; Αχ! δαιμονικέ κι αθώε, μες στην άγνοια της νιότης, χλευασμέ, που με την πλέρια ζωής πνοή σου ξαμολάς μηδενικά εμπρός στων γηρατειών τα μάτια, που μοιάζουν με πηγάδια που ξεράθηκαν.
Για καμιά βδομάδα, στα ενενήντα της, κρεβατώθηκε κι ο γιος έφερε το γιατρό.
"Γεράματα...", αποφάνθηκε. Και, χαριτολογώντας, συμπλήρωσε: Κι αν πεθάνει και μια ..., τι έγινε;
"Ειπέ τον", είπε στο γιο της που της μετέφερε το σχόλιο του δόκτορα, "άμα ήρθε η ώρα..., να πεθάνω, άμα όμως δεν ήρθε, καν δεν θέλω να πεθάνω!"
Το δοντάκι της το γλύκαινε συχνά, η νύφη ήτανε δεινή ζαχαροπλάστισσα. Την παραμονή ενός apres midi έφτιαξε μια τάρτα, στόλισε την αλειμμένη με σαντιγί κουλούρα με φράουλες κι αχλάδια, την τύλιξε με ζελατίνα, την έβαλε στο ψυγείο, και της είπε να μην την πειράξει ως την επομένη που θα τη σέρβιρε.
"Κοιτάξτε τι μ' έκανε", είπε ψιθυριστά, φέρνοντας έξω το γλυκό. Η ζελατίνα ήτανε μες στη σούρα κι έμενε, έτσι, ένα μέρος του γλυκού ακάλυπτο και η μαστορικά πλασμένη καμπύλη περιφέρειά της τάρτας ήτανε πια φουρτουνιασμένη, και τόπους τόπους η βάση φέγγριζε, καθώς, εμπρός στον κίνδυνο της σύλληψης απ' αυτοφώρω, φουριόζο σύρθηκε το δάχτυλο της γραίας πάνω στην κρέμα σαντιγί. Γύρισαν όλες μαζί, όσο πιο διακριτικά μπορούσαν, πνίγοντας τα γέλια τους κατά τη γιαγιά, που προσποιούμενη την ανίδεη έσιαζε τον ποδόγυρο στα γόνατα. Tην τούρτα την έκοψαν τυπικά, σερβιρίστηκαν, κι άφησαν τα πιάτα ανέγγιχτα επάνω στο τραπέζι... πλην της γιαγιάς, φυσικά, που πήρε μια κομμάτα και με τα μάτια χαμηλά, λέγοντας ένα ευχαριστώ που 'μοιαζε παραπάνω με συγγνώμη, την έχαψε μ' απόλαυση, εκεί στην πολυθρόνα της, στο όχημά της που ως τα εκατό της την ταξίδεψε, γλύφοντας για έναν αιώνα - σαν και την τάρτα, ολόγυρα - ετούτο το μηδενικό που λέγεται ζωή.


Σχετικά κείμενα:
Βιβλίο: Lycklig resa, lilla du...

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ